χαλασμός, ο, ουσ. [<μτγν. χαλασμός <χαλώ], η καταστροφή, ο
όλεθρος: «ο χαλασμός της Σμύρνης». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν σε προλάβει ο χαλασμός
κι αν σ’ ανταμώσει ο Χάρος, πάρε το δάκρυ μου, είν’ αγιασμός για να σου
δίνει θάρρος)·
-
έγινε χαλασμός, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση,
επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις οι νιόπαντροι άρχισαν να χορεύουν, έγινε
χαλασμός». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «μόλις
μέθυσε, άρχισε να βρίζει όλον τον κόσμο κι έγινε χαλασμός μέσα στο μαγαζί». γ.
παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «μπροστά στα
εκδοτήρια του γηπέδου, έγινε χαλασμός μέχρι να βγάλω το εισιτήριό μου». Για συνών.
βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
-
έγινε χαλασμός κόσμου, α. συντελέστηκε μεγάλη καταστροφή, ιδίως
από διάφορα καιρικά φαινόμενα: «την Κυριακή έγινε χαλασμός κόσμου απ’ τη
ξαφνική νεροποντή, γι’ αυτό δεν ξεμύτισα απ’ το σπίτι μου || φυσούσε τόσο
δυνατός αέρας, που έγινε χαλασμός κόσμου». β. έγινε μεγάλο ξεσήκωμα,
μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη αναταραχή, μεγάλος θόρυβος ή υπήρξε μεγάλος
ενθουσιασμός από πλήθος κόσμου: «με τα νέα φορομπηχτικά μέτρα της κυβέρνησης
έγινε χαλασμός κόσμου || στην υποδοχή του αρχηγού του κόμματος έγινε χαλασμός
κόσμου»·
-
έγινε χαλασμός Κυρίου, βλ. φρ. έγινε χαλασμός κόσμου·
- θα γίνει χαλασμός, α. προειδοποιητική ή απειλητική
έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του, αν
συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν κάνεις αταξία,
θα γίνει χαλασμός». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα
επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «το βράδυ θα πάω στο πάρτι του τάδε, γιατί, απ’
ό,τι έμαθα, θα γίνει χαλασμός». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ.
κακομοίρης.