χαλασμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του επιθ. χαλώ],
χαλασμένος. 1. που είναι διεφθαρμένος: «οι πιο πολλοί πολιτικοί είναι
χαλασμένοι άνθρωποι». 2. (για τροφές) που είναι αλλοιωμένος: «έφαγε
χαλασμένο φαγητό κι έπαθε δηλητηρίαση». 3. το θηλ. ως ουσ. η
χαλασμένη, γυναίκα που δεν είναι παρθένα: «έχει τα μυαλά των παλιών, γιατί
θέλει η γυναίκα που θα παντρευτεί να μην είναι χαλασμένη»·
-
τα ’χουμε χαλασμένα, έχουμε διακόψει τη φιλική μας σχέση ή τον ερωτικό
μας δεσμό: «δε μιλιόμαστε με τον τάδε, γιατί τα ’χουμε από καιρό χαλασμένα ||
τα ’χουμε χαλασμένα με την τάδε, οπότε δε με νοιάζει αν βρει άλλον εραστή»·
-
χαλασμένο τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο.