χαιρετίσματα, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. χαιρέτισμα <χαιρετίζω]. 1.
η αποστολή ή η διαβίβαση χαιρετισμού με γράμμα ή με κάποιο πρόσωπο σε κάποιον
που βρίσκεται μακριά μας: «γράψ’ του κι από μένα χαιρετίσματα || δώσε τα
χαιρετίσματά μου στη μητέρα σου». 2. δηλώνει πλήρη αδιαφορία για κάτι ή
λέγεται, όταν χάνουμε κάθε ελπίδα πως θα πραγματοποιηθεί σύντομα κάτι: «αν
χάσουμε κι αυτό το παιχνίδι, τότε χαιρετίσματα στο πρωτάθλημα». (Τραγούδι: χαιρετίσματα
λοιπόν στην εξουσία, εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι)·
-
πες του χαιρετίσματα, έκφραση με την οποία εισάγουμε απειλητική
προειδοποίηση σε κάποιον μέσω τρίτου: «αν τον δεις, πες του χαιρετίσματα πως θα
τον σπάσω στο ξύλο, μόλις τον συναντήσω»·
-
του στέλνω χαιρετίσματα, επειδή βρίσκεται μακριά μου, του αποστέλλω ή
του διαβιβάζω χαιρετισμό με γράμμα ή με κάποιο πρόσωπο: «ζει μόνιμα στην Αθήνα
και με κάθε ευκαιρία του στέλνω χαιρετίσματα». (Τραγούδι: κι αν η τύχη μου
το φέρει να πνιγώ στα πέρα μέρη, με τους φίλους μου τα κύματα θα σου στέλνω
χαιρετίσματα)·βλ. φρ. πες του χαιρετίσματα·
- τώρα χαιρετίσματα! έτσι καθυστερημένα που
ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί,
γιατί δόθηκε σε άλλον: «τώρα που ενδιαφέρθηκες για τη δουλειά χαιρετίσματα,
γιατί την έδωσα σ’ άλλον». Συνών. τώρα αντίο! / τώρα καλημέρα! / τώρα
καλημερούδια! / τώρα καληνύχτα! / τώρα κάτσε! (α) / τώρα σφύρα! / τώρα τράβα τα
βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (β) / τώρα τραγούδα!
/ τώρα χαίρετε!