χάι, το, άκλ.
ουσ. [<αγγλ. hight], εύχρ. στις φρ. της νεοαργκό που ακολουθούν·
-
γίνομαι χάι, φτάνω σε πολύ καλή ψυχολογική κατάσταση: «με δυο ποτηράκια
γίνομαι χάι». (Τραγούδι: έλα κάτσε στο πλάι μου, γίνε το χάι μου)·
-
είμαι χάι ή είμαι στα χάι μου ή είμαι στο χάι μου, βρίσκομαι
σε πολύ καλή ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση: «τώρα που βολεύτηκα στο δημόσιο,
είμαι χάι || όταν είμαι στα χάι μου, σπάνια αρνούμαι κάτι σε άνθρωπο». (Λαϊκό
τραγούδι: είμαι στα χάι μου, όταν σ’ έχω πλάι μου, κι όταν
είσαι χώρια μου, με λιώνει η στεναχώρια μου). Συνών. είμαι στ’ απάνω μου
/ είμαι στα απ μου / είμαι στα ωραία μου.