αύριο,
το, ουσ.
[<αρχ. αὔριον], το αύριο. 1α. το μέλλον: «κανείς δεν ξέρει τι μας
ξημερώνει το αύριο». β. σε θέση επίρρ., στο προσεχές μέλλον: «μέχρις εδώ
καλά πάνε τα πράγματα, αλλά να δούμε τι θα γίνει αύριο». 2. ως επιφών. αύριο!
ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει να τον βοηθήσουμε ή να του
δώσουμε κάτι και που εμείς, βέβαια, δεν είμαστε διατεθειμένοι να
πραγματοποιήσουμε την επιθυμία του: «θα ’ρθεις να με βοηθήσεις λίγο στη
μετακόμιση; -Αύριο! || θα μου δώσεις εκείνα τα δανεικά που σου ζήτησα; -Αύριο!».
(Ακολουθούν 41 φρ.)·
- αμ
πότε, αύριο! ή εμ πότε, αύριο! ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας
ρωτάει αν πρέπει να κάνει ή αν πρέπει να γίνει κάτι τώρα, ενώ αυτό είναι
προφανές ότι πρέπει να γίνει άμεσα: «σήμερα πρέπει να πληρώσουμε την επιταγή
που λήγει; -Αμ πότε, αύριο!»·
- από
σήμερα σ’ αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- απόψε
με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- αύριο
άλλος ήλιος άλλη μέρα, έκφραση αισιοδοξίας, που απευθύνεται σε απελπισμένο
άτομο, με την έννοια πως με την κάθε καινούρια μέρα υπάρχει η δυνατότητα για
μια νέα ελπιδοφόρα αρχή: «μην απελπίζεσαι, φίλε μου, με τις δυσκολίες που σου
έχουν τύχει, γιατί αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα»·
- αύριο
κιόλας! σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα(!): «τα δανεικά που μου ’δωσες θα
στα επιστρέψω αύριο. -Αύριο κιόλας!»·
- αύριο
κιόλας, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «αφού επιμένεις τόσο πολύ, αύριο
κιόλας θα ’ρθω να το κουβεντιάσουμε»·
- αύριο
κλαίνε, (απειλητικά) λέγεται σε κάποιον με την έννοια πως θα τον τιμωρήσουμε
πολύ σύντομα ή πως οι άστοχες ενέργειές του θα έχουν πολύ σύντομα τις
επιπτώσεις τους: «τώρα λέγε και κάνε ότι θες, όμως να ξέρεις αύριο κλαίνε»·
- αύριο
κληρώνει! βλ. λ. κληρώνω·
- αύριο
μεθαύριο, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «απ’ ό,τι μου είπε, αύριο
μεθαύριο θα σου επιστρέψει τα δανεικά που σου πήρε»·
- αύριο
να έρθεις με τον κηδεμόνα σου, βλ. λ. κηδεμόνας·
- γι’
αύριο έχει ο Θεός, δηλώνει αισιοδοξία για το μέλλον: «κοίτα πως θα την
περάσουμε σήμερα, γι’ αύριο έχει ο Θεός»·
- δεν
έχει αύριο, δεν έχει κάποιος προοπτική, μέλλον: «έπεσε τόσο πολύ έξω στη
δουλειά του που δεν έχει αύριο ο φουκαράς». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν έχω
αύριο κανένα εσύ ’σουν το τέλος κι η αρχή. Περάσαν, φύγαν χάθηκαν τα τρένα
κι αφήσαν τον καπνό τους στην ψυχή)·
- δεν
ξέρει τι του ξημερώνει αύριο, δηλώνει πως το μέλλον είναι άδηλο: «έχει
πάψει να προγραμματίζει στη ζωή του, γιατί, απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν
ξέρει τι του ξημερώνει αύριο». Συνών. κανείς δεν ξέρει τι κουκούτσι έχει το
αυριανό βερίκοκο· βλ. και φρ. κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει, λ.
ξημερώνω·
- δεν
ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, η οικονομική, ιδίως η πολιτική κατάσταση
είναι πολύ αβέβαιη, πολύ ρευστή: «δεν είναι καιρός για ανοίγματα και για
επεκτάσεις στη δουλειά σου, γιατί, όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα στον τόπο
μας, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο»·
- δίχως
αύριο, (για ενέργειες ή προσπάθειες) χωρίς τη δυνατότητα επανάληψης σε
περίπτωση αποτυχίας, ώστε να υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα, αποτελεί
μονόδρομο: «το παιχνίδι της Κυριακής είναι δίχως αύριο για την ομάδα μας, γιατί,
αν χάσουμε, βγαίνουμε έξω απ’ το κυνήγι της κατάκτησης του κυπέλλου»·
- εις
αύριον τα σπουδαία, λέγεται στην περίπτωση που μεταθέτει κάποιος την
εκτέλεση κάποιου έργου στο μέλλον. Απάντηση που έδωσε ο Θηβαίος Αρχίας, όταν
κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου κάποιος του έφερε μια επιστολή την οποία δεν
άνοιξε και η οποία τον προειδοποιούσε πως οι δημοκρατικοί Θηβαίοι θα τον
δολοφονούσαν. Αποτέλεσμα αυτής της αναβλητικότητάς του ήταν να χάσει τη ζωή του·
βλ. και φρ. κι αύριο μέρα είναι·
- θα
σου εξηγήσω τ’ όνειρο αύριο ή θα σου εξηγήσω αύριο τ’ όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- κάθε
μέρα είναι αύριο, λέγεται ειρωνικά ή με δυσφορία σε άτομο που μεταθέτει για
την επαύριον κάτι, με τη δικαιολογία πως σήμερα είναι απασχολημένο ή δεν έχει
όρεξη ή βαριέται να το πραγματοποιήσει, και η έννοια είναι πως και αύριο θα
μπορούσε να επαναλάβει την ίδια δικαιολογία: «άσε, ρε παιδάκι μου, αυτό το
σήμερα δεν μπορώ και θα το κάνω αύριο, γιατί για σένα κάθε μέρα είναι αύριο»·
- και
ντε σήμερα, ντε αύριο, βλ. λ. ντε·
- καλημέρα
γι’ αύριο! βλ. λ. καλημέρα·
- κι
αύριο μέρα είναι, λέγεται στην περίπτωση που μεταθέτει κάποιος την εκτέλεση
κάποιου έργου στο μέλλον: «δε βιάζομαι να τελειώσω τη δουλειά, γιατί κι αύριο
μέρα είναι». Συνών. δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / σπεύδε βραδέως
(β). Αντίθ. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο
πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (β) / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε
(α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει·
- μ’
έχει από αύριο σ’ αύριο, αναβάλλει συνεχώς για την επομένη να ανταποκριθεί
στις υποχρεώσεις που έχει απέναντί μου: «μ’ έχει σπάσει τα νεύρα, γιατί μ’ έχει
από αύριο σ’ αύριο για να μου δώσει εκείνα τα λεφτά που μου χρωστάει»·
- μ’
έχει με το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- με
πάει από αύριο σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο·
- με
πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- με
ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο·
- με
το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- μέχρι
αύριο θα βγάλουμε παπά, βλ. λ. παπά·
- ούτε
αύριο, πάρα πολύ αργά, αργοπορημένα: «άνοιξε το βήμα σου, γιατί έτσι όπως
πάμε δε φτάνουμε ούτε αύριο»·
- με
το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα
αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα
είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα
εσύ, αύριο εγώ, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα
έχει, αύριο δεν έχει, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα
ζούμε, (κι) αύριο δε ζούμε, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα
θα…, αύριο θα…, βλ. λ. σήμερα·
- τη
μέρα που δεν έχει αύριο, βλ. λ. μέρα·
- τι
’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ.άνθρωπος·
- τι
σήμερα, τι αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- το
πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ.
φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το
ρίχνει από αύριο σ’ αύριο, βλ.
συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο.