χαβάς, ο, ουσ.
[<τουρκ. hava]. 1. η μελωδία, ο σκοπός τραγουδιού που έχει διάρκεια:
«άρχισε ένα χαβά και δεν έλεγε να τον τελειώσει». (Λαϊκό τραγούδι: αράπ χαβάς,
γιαβάς γιαβάς! Μου το ’χες πει με φιλιά, σαν σε κρατούσ’ αγκαλιά! // παίζει
το χαβά του μ’ ένα ντέφι, όταν αυτουνού του κάνει κέφι). 2.
ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία: «τρελαίνεται για χαβά αυτός
ο άνθρωπος!». (Λαϊκό τραγούδι: το ’χει η κατεργάρα μπλέξει κι απ’ τη μύτη το
τραβά, σαν κορόιδο πάει πάσο στο δικό της το χαβά). (Ακολουθούν 17
φρ.)·
-
αλλάζω χαβά ή αλλάζω το χαβά, μεταβάλλω συμπεριφορά προς το
καλύτερο ή προς το χειρότερο: «όταν μου φέρονται καλά, αλλάζω κι εγώ χαβά και
τους φέρομαι με το γάντι || όταν μου φέρονται άσχημα, αλλάζω κι εγώ το χαβά και
τους φέρομαι ανάλογα»·
-
γουστάρω χαβά, βλ. φρ. γουστάρω χαβαλέ, λ. χαβαλές·
-
έγινε χαβάς, βλ. φρ. έγινε χαβαλές, λ. χαβαλές·
-
έχει της πούτσας του το χαβά, βλ. λ. πούτσα·
-
έχει της ψωλής του το χαβά, βλ. λ. ψωλή·
-
έχει του μουνιού της (του) το χαβά, βλ. λ. μουνί·
- έχει χαβά, βλ. φρ. έχει χαβαλέ, λ. χαβαλές·
- κάνω χαβά, βλ. φρ. κάνω χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλές·
-
κι αυτός το χαβά του, επιμένει στο ίδιο πράγμα, επαναλαμβάνει πεισματικά
τα ίδια λόγια, χωρίς να επηρεάζεται από τίποτα: «του φέραμε ένα σωρό αποδείξεις
για την αθωότητά μας κι αυτός το χαβά του, πως τάχα είμαστε ένοχοι»· βλ. και
φρ. ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του·
-
με το χαβά μου, χωρίς διόλου να βιάζομαι, χωρίς ένταση ή άγχος: «δουλεύω
πάντα με το χαβά μου, γιατί έχω την καρδιά μου». Συνών. με όλη μου την άνεση
ή με όλη την άνεσή μου / με όλη μου την ησυχία ή με όλη την
ησυχία μου / με το πάσο μου / με το ραχάτι μου / με το τέμπο μου·
-
ο καθένας το χαβά του, λέγεται στην περίπτωση που σε ένα εργασιακό χώρο
ή σε μια οικογένεια, δεν υπάρχει συνοχή, υπευθυνότητα και τάξη, γιατί το κάθε
μέλος αδιαφορεί για το πρόβλημα και συμπεριφέρεται όπως θέλει, όπως το
ευχαριστεί: «η επιχείρηση κινδυνεύει να βουλιάξει κι ο καθένας το χαβά του || η
οικογένεια κινδυνεύει να διαλύσει κι ο καθένας το χαβά του»·
-
οι βιολιτζήδες άλλαξαν, ο χαβάς μένει ο ίδιος, βλ. λ. βιολιτζήδες·
-
ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του, α. δεν επηρεάζεται από
τίποτα και εξακολουθεί ανεπηρέαστος να ασχολείται με αυτό που τον ευχαριστεί:
«όταν ασχολείται με τη συλλογή των γραμματοσήμων του, ό,τι και να γίνει, αυτός
το χαβά του». β. δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα και εμμένει στην αρχική του
απόφαση: «είναι τόσο ισχυρογνώμων άνθρωπος, που, ό,τι και να γίνει, αυτός το
χαβά του». γ. δεν ενδιαφέρεται καθόλου για όσα κακά συμβαίνουν γύρω του:
«είναι τόσο αναίσθητος άνθρωπος, που, ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του». Συνών.
ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του· βλ. και φρ. κι αυτός το χαβά
του·
-
πιάνω έναν χαβά, α. αρχίζω να τραγουδώ: «έλα, εσύ που έχεις ωραία
φωνή, πιάσε έναν χαβά». β. αρχίζω το κουβεντολόι που τραβάει σε μάκρος:
«πιάσαμε ένα χαβά, που ούτε καταλάβαμε για πότε πέρασε η ώρα»·
-
πιάνω χαβά ή πιάνω το χαβά, αρχίζω το κουβεντολόι: «του αρέσει να
πιάνει το χαβά με τον καθένα, για να περνάει η ώρα του»·
- πού θα πάει αυτός ο χαβάς; έκφραση αγανακτισμένου ή
εκνευρισμένου ανθρώπου που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις
κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη
συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που
επαναλαμβάνεται συστηματικά: «πού θα πάει αυτός ο χαβάς να ’ρχεσαι κάθε λίγο
και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || πού θα πάει αυτός ο χαβάς να παρατάς
κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τριγυρνάς στα ξενυχτάδικα; || πού θα πάει
αυτός ο χαβάς κάθε μεσημέρι να τραγουδάς δυνατά την ώρα που πάω να κοιμηθώ;».
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το δε μου λες. Συνών. πού
θα πάει αυτή η βιόλα; / πού θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτό το
βιολί(;)·
- τι χαβάς είν’ αυτός! ή τι χαβάς κι αυτός! βλ.
φρ. πού θα πάει αυτός ο χαβάς; Συνών. τι βιόλα είν’ αυτή! ή τι
βιόλα κι αυτή! / τι βιολί είν’ αυτό! ή τι βιολί κι αυτό! / τι κατάσταση
είν’ αυτή! ή τι κατάσταση κι αυτή(;)·
- χαβάς να γίνεται, βλ. φρ. χαβαλές να γίνεται, λ.
χαβαλές.