χάβαρο, το, ουσ. [;]. 1. είδος μικρού στρειδιού: «πολλές
φορές, πίνει το ουζάκι του συνοδευόμενο από διάφορα χάβαρα». 2. άνθρωπος
κουτός, βραδύνους: «πρέπει να του το κάνεις πολύ λιανά να το καταλάβει, γιατί
είναι μεγάλο χάβαρο»·
-
της γιαγιάς σου το χάβαρο (ενν. γαμώ), ακούγεται μόνο ως βρισιά. Εδώ
συνδυάζεται το άνοιγμα του στρειδιού με το γεροντικό αιδοίο, που υποτίθεται ότι
είναι κι αυτό πολύ ανοιγμένο. Αραιά ακούγεται και για τη μάνα.