χαβαλές, ο, ουσ. [<χαβαλέ]. 1. φορτίο πλοίου που είναι
τοποθετημένο πάνω στο κατάστρωμα, εκτός από αυτό που είναι στα αμπάρια: «όλος ο
χαβαλές ήταν σφιχτά δεμένος και σκεπασμένος με καραβόπανο». 2. όχι
ενδιαφέρουσα συζήτηση που τραβάει σε μάκρος: «λίγο πριν χωρίσουμε, πιάσαμε το
χαβαλέ έξω απ’ το σπίτι μου και ξημερωθήκαμε». (Τραγούδι: χαβαλές χωρίς
ελπίδα, γέλιο κι υστερία, αλαλάζει η κερκίδα και κερδίζει η βία). 3. ευχάριστη
ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία και το έντονο ενδιαφέρον που
παρουσιάζει στους άλλους από άποψη κουτσομπολιού, το χάζι: «μ’ αρέσει να κάθομαι
σε μια γωνιά και να βλέπω το χαβαλέ τους». 4. ο χαβαλετζής (βλ. λ.)·
-
γουστάρω χαβαλέ, θέλω ή επιδιώκω να δημιουργήσω κάποια δυσάρεστη ή
ευχάριστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία: «γουστάρω χαβαλέ, γιατί θέλω να ξεσκάσω
|| γουστάρω χαβαλέ, γιατί θέλω να εκτονωθώ». Συνών. γουστάρω νταβανά /
γουστάρω σασιρμά / γουστάρω τζερτζελέ / γουστάρω φραμπαλά / γουστάρω χουλιαμά·
-
έγινε χαβαλές, δημιουργήθηκε ευχάριστη συζήτηση, ευχάριστη κατάσταση.
(Λαϊκό τραγούδι: έλα να γίνει χαβαλές κι ύστερα ό,τι θες μου λες).
Συνών. έγινε νταβανάς / έγινε σασιρμάς / έγινε τζερτζελές / έγινε φραμπαλάς
/ έγινε χουλιαμάς·
-
είναι χαβαλές, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «δε χαμπαρίζει από δουλειά,
γιατί είναι χαβαλές»·
-
έχει χαβαλέ, διαδραματίζεται ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή
φασαρία: «πάμε γρήγορα στο μπαράκι, γιατί απ’ ό,τι μου ’πε ο τάδε έχει χαβαλέ».
Συνών. έχει νταβανά / έχει σασιρμά / έχει τζερτζελέ / έχει φραμπαλά / έχει
χουλιαμά·
-
κάνω χαβαλέ, α. προκαλώ ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση
ή φασαρία: «σ’ όλα τα πάρτι του κάνει ωραίο χαβαλέ || δεν τον παίρνουμε μαζί μας,
γιατί, όταν αρχίζει να κάνει χαβαλέ, μας φέρνει άνω κάτω». Συνών. κάνω
νταβανά / κάνω σασιρμά / κάνω τζερτζελέ / κάνω φραμπαλά / κάνω χουλιαμά. β.
τεμπελιάζω: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, μπλέχτηκε με μια
παλιοπαρέα και κάνει χαβαλέ». γ. περνώ τον καιρό μου κάνοντας ευχάριστη
συζήτηση: «όλη τη μέρα γυρίζει στα διάφορα μπαράκια και κάνει χαβαλέ με
διάφορους αργόσχολους»· βλ. και φρ. το κάνω χαβαλέ, λ. χαβαλέ·
- χαβαλές να γίνεται, λέγεται για κατάσταση ευχάριστη ή
δυσάρεστη που δημιουργείται από κάποιον σε μια παρέα απλώς για να περάσει η
ώρα: «πάλι τους ξεσηκώνεις για τα μπουζούκια; -Χαβαλές να γίνεται || αφού
ξέρεις πως θυμώνει, όταν βρίζεις την ομάδα του, γιατί το κάνεις; -Χαβαλές να
γίνεται». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ. Συνών. νταβανάς
να γίνεται / σασιρμάς να γίνεται / τζερτζελές να γίνεται / φραμπαλάς να γίνεται
/ χουλιαμάς να γίνεται.