φωτοβολίδα, η, ουσ. [<φωτο- + βολίδα], η φωτοβολίδα·
-
γκολ φωτοβολίδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) που επιτυγχάνεται με πολύ
δυνατό σουτ και από μεγάλη απόσταση: «ήταν γκολ φωτοβολίδα κι ο τερματοφύλακας ούτε
που μπόρεσε ν’ αντιδράσει στο παραμικρό». Από την πορεία που κάνει στον αέρα η
φωτοβολίδα, από τη στιγμή που φεύγει από το ειδικό πιστόλι, μέχρι να φωτίσει
ψηλά στον ουρανό.