φως, το, ουσ.
[<αρχ. φῶς], το φως. 1. η όραση: «μόνο όποιος δεν έχει το φως του,
μπορεί να νιώσει τη ζωή των τυφλών». 2. το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγει
φωτισμό: «δεν έχουμε φως στο σπίτι, γιατί έχει κάποια βλάβη η Δ.Ε.Η.». 3.
(στη γλώσσα της αργό) τα χρήματα: «μιλάει όλο για επιχειρήσεις, αλλά φως ακόμα
δεν είδα». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο πωλητής ναρκωτικών: «μόλις
έρθει το φως, φώναξέ με». 5α. στον πλ. τα φώτα, οι γνώσεις που
διαθέτει κάποιος, η σοφία: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα καταφεύγω στα φώτα του
τάδε». β. οι φανοί των αυτοκινήτων: «έβαλε μπρος και ξεκίνησε με τα φώτα
σβηστά». 6. τα Φώτα, η γιορτή των Θεοφανίων, τα Θεοφάνια: «τα
Θεοφάνια τιμά η εκκλησία τη βάφτιση του Χριστού». (Κάλαντα: σήμερα τα
Φώτα κι οι φωτισμοί και χαρές μεγάλες και αγιασμοί). Υποκορ. φωτάκι κ.
φωσάκι, το. (Ακολουθούν 56 φρ.)·
- αδυνάτισε το φως μου, ελαττώθηκε η όρασή μου, ιδίως λόγω
προχωρημένης ηλικίας: «τον τελευταίο καιρό έχω αντιληφθεί πως ελαττώθηκε το φως
μου, γι’ αυτό πρέπει να πάω πάλι στον οφθαλμίατρό μου»·
-
ανάβω (το) πράσινο φως, βλ. φρ. δίνω (το) πράσινο φως·
- ανάβω το φως, γυρίζω το διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος, για να
παραχθεί φωτισμός: «μόλις μπήκε στο δωμάτιό του, άναψε το φως»·
- ανοίγω το φως, βλ. φρ. ανάβω το φως·
-
βγάζω στο φως (κάτι), κάνω γνωστό, αποκαλύπτω, δημοσιοποιώ κάτι που
είναι άγνωστο μέχρι τώρα στους πολλούς: «απειλεί να βγάλει στο φως όλες τις
παρανομίες του διευθυντή του»· βλ. και φρ. φέρνω στο φως (κάτι)·
-
βγήκε στο φως (κάτι), έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε, δημοσιοποιήθηκε από
κάποιον κάτι που ήταν άγνωστο μέχρι τώρα στους πολλούς: «μετά τον τελευταίο
έλεγχο στα οικονομικά της επιχείρησης, βγήκε στο φως η κατάχρηση του διευθυντή»·
-
βλέπω φως, ελπίζω, αισιοδοξώ πως στο εξής θα εξελιχθούν όλα ομαλά, ιδίως
τα οικονομικά, προς το συμφέρον μου ή προς το γενικό συμφέρον: «τώρα που
σταμάτησαν οι απεργίες και οι διάφορες καταλήψεις, αρχίζω να βλέπω φως για τη
δουλειά μου || τώρα που έπεσε ο πληθωρισμός, ίσως δούμε φως κι εμείς οι φτωχοί»·
-
βλέπω φως στην άκρη του τούνελ ή βλέπω φως στο βάθος του τούνελ,
αισιοδοξώ πως μετά από περίοδο δυσκολιών, θα καλυτερέψουν τα οικονομικά μου: «τώρα
που ηρέμησαν τα πράγματα και υπάρχει κοινωνική γαλήνη, βλέπω φως στο βάθος του
τούνελ»·
-
δε βλέπω φως, α. δεν υπάρχει ελπίδα πως θα καλυτερέψουν τα
πράγματα, ιδίως τα οικονομικά, προς το συμφέρον μου ή προς το γενικό συμφέρον,
δεν υπάρχει διέξοδο: «έχω ένα σωρό υποχρεώσεις στο τέλος του μηνός και δε βλέπω
φως από πουθενά || μ’ αυτή την κυβέρνηση δε βλέπω φως για κάτι καλύτερο». β.
δε βλέπω κάποια κίνηση, κάποια ενέργεια, κάποια απτή απόδειξη από κάποιον, που
να εξυπηρετεί τις ανάγκες μου ή αυτό που με ενδιαφέρει: «λες πως θα με
βοηθήσεις, αλλά μέχρι τώρα δε βλέπω φως»·
-
δείχνω φως, (για χαρτοπαίγνιο) δείχνω τα λεφτά μου στο καρέ για να μπω
στο παιχνίδι: «δεν μπαίνει κανείς στο παιχνίδι, αν πρώτα δε δείξει φως». Συνών.
σκάω μύτη (β)·
-
δίνω τα φώτα μου, προσφέρω σε κάποιον ή σε κάποιους τις γνώσεις μου, τη
σοφία μου: «οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν τα φώτα τους σε όλη την ανθρωπότητα»·
-
δίνω (το) πράσινο φως, επιτρέπω σε κάποιον να αρχίσει ελεύθερα μια
ενέργεια ή μια διαδικασία: «ποιος σου ’δωσε το πράσινο φως να μεταφέρεις αυτά
τα πράγματα απ’ το υπόγειο στο ισόγειο; || η Κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως
στις εφορίες για την είσπραξη των φόρων». Συνών. δίνω το ελεύθερο να(…)·
-
είδα το φως, βλ. φρ. είδα το φως της ημέρας. (Εβραίικο τραγούδι: είμαι
απ’ το Ρεζή Βαρδάρι, τον παλιό συνοικισμό. Εβραιόπουλα λεβέντες είδαμε εκεί
το φως. Το φωνάζω το καυχιέμαι: “Είμαι Θεσσαλονικιός. Και θα είμαι ως το
τέλος γνήσιος και πιστός Ρωμιός”)·
-
είδα το φως της ζωής, βλ. φρ. είδα το φως της ημέρας. (Λαϊκό
τραγούδι: απ’ την ώρα που υπάρχω κι είδα της ζωής το φως,το
σταυρό του μαρτυρίου κουβαλάω συνεχώς)·
-
είδα το φως της ημέρας, γεννήθηκα: «είδα το φως της ημέρας στις 18 Αυγούστου
του 1943»· βλ. και φρ. είδε το φως ή είδε το φως της ημέρας·
-
είδα το φως μου, α. μου προέκυψε περίπτωση που αποδείχτηκε πολύ
συμφέρουσα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκα αυτή τη γυναίκα, είδα το φως μου,
γιατί είναι πάρα πολύ καλός άνθρωπος». β. μου έτυχε κάτι που με απάλλαξε
από τις δυσκολίες: «ευτυχώς που μ’ έπεσε το λαχείο κι είδα το φως μου»·
-
είδα φως, απαλλάχτηκα από τις δυσκολίες μου: «ευτυχώς που με βοήθησε ο
φίλος μου μ’ ένα σημαντικό ποσό κι είδα φως»·
-
είδα φως και μέρα, βλ. συνηθέστ. είδα το φως μου·
- είδα φως και μπήκα, α. (στη νεοαργκό) έκφραση με την
οποία δικαιολογείται κάποιος που μπαίνει απρόσκλητος σε ένα χώρο, όπου
παρατηρείται κάποια ζωηρή κίνηση: «εσύ πώς από δω; -Είδα φως και μπήκα». β. έκφραση
με την οποία δηλώνουμε άγνοια ή προσποιούμαστε άγνοια για κάτι: «ξέρεις εσύ
τίποτα για την υπόθεση; -Όχι, ρε παιδιά, είδα φως και μπήκα». Από την εικόνα
του ατόμου που από περιέργεια μπαίνει σε ένα φωτισμένο χώρο·
- είδα φως κι ανέβηκα, βλ. φρ. είδα φως και μπήκα·
- είδε το φως της δημοσιότητας, (για δημοσιεύματα ή άλλη είδη
γραπτού λόγου) δημοσιεύτηκε, εκδόθηκε, κυκλοφόρησε: «έδωσα το κείμενό μου στην
εφημερίδα και είδε το φως της δημοσιότητας μετά από δυο βδομάδες || μετά το
θάνατο του συγγραφέα, είδαν το φως της δημοσιότητας δυο ακόμη έργα του»·
- είδε το φως ή είδε το φως της ημέρας, α. ήρθε στην
επιφάνεια, έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε: «μετά από καιρό ήρθε στο φως η λοβιτούρα
που είχε κάνει με το διευθυντή του». β. (για δημοσιεύματα ή άλλα είδη
γραπτού λόγου), βλ. συνηθέστ. είδε το φως της δημοσιότητας·
-
είναι έτη φωτός μπροστά, βλ. λ. έτος·
-
είναι το φως μου, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ό,τι
πολυτιμότερο έχω στη ζωή μου: «αυτή η γυναίκα είναι το φως μου». (Λαϊκό
τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατ’ είναι βλέπεις ο
άνθρωπος μου)·
-
είναι φως φανάρι, είναι ολοφάνερο, εντελώς ξεκάθαρο: «απ’ ό,τι μου λες,
είναι φως φανάρι πως επιδιώκει να σε βάλει στο χέρι»·
-
έχω τα φώτα, έχω τις απαιτούμενες γνώσεις σε κάτι: «για πες μου εσύ που
είσαι γιατρός κι έχεις τα φώτα, υπάρχει ιατρικά τρόπος να κόψει κανείς το
τσιγάρο;»·
-
η πόλη του φωτός, βλ. λ. πόλη·
-
ήρθε στο φως, έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε, φανερώθηκε: «κατά τη διάρκεια
της ανάκρισης ήρθαν στο φως ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του εγκλήματος»·
-
ήχος και φως, βλ. λ. ήχος·
-
θα σου αλλάξω τα φώτα, α. (απειλητικά) θα σε καταταλαιπωρήσω, θα
σε καταβασανίσω: «απ’ ό,τι βλέπω, καλόμαθες στην τεμπελιά, αλλά, αν σε πάρω στη
δουλειά μου, θα σου αλλάξω τα φώτα». β. θα σε δείρω άγρια και, κατ’
επέκταση, θα σε κατανικήσω: «αν τολμήσεις να παλέψεις μαζί μου, θα σου αλλάξω
τα φώτα || αν αποφασίσεις να παίξεις τάβλι μαζί μου, θα σου αλλάξω τα φώτα»·
-
ίδωμεν το φως το αληθινό(ν), έκφραση ικανοποίησης, όταν επιτέλους
βλέπουμε ή μας συμβαίνει κάτι που επιθυμούσαμε πάρα πολύ. Από το εκκλησιαστικό:
ἴδωμεν τό φῶς τό ἀληθινόν ἐλάβωμεν πνεῦμα ἐπουράνιον(…)·
-
κλείνω το φως, βλ. φρ. σβήνω το φως·
-
κόβω το φως, (ειδικά για τη Δ.Ε.Η.) διακόπτω την παροχή ηλεκτρικού
ρεύματος: «ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό κι η Δ.Ε.Η. έκοψε το φως στο σπίτι
μου»·
-
κόπηκε το φως, σταμάτησε η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος που παράγει
φωτισμό: «κόπηκε το φως σ’ όλο το τετράγωνο, γιατί η Δ.Ε.Η. κάνει κάτι έργα»·
-
λούζομαι στο φως, βρίσκομαι σε περιβάλλον, σε χώρο που υπάρχει άπλετος
φωτισμός: «μόλις άναψαν οι πολυέλαιοι, η αίθουσα λούστηκε στο φως || μόλις
άνοιξα τα παράθυρα, το δωμάτιό μου λούστηκε στο φως του ήλιου»·
-
μ’ άναψε (το) πράσινο φως, μου επέτρεψε, μου έδωσε το ελεύθερο να
ενεργήσω με το συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο ενεργώ: «μόλις μ’ άναψε το
πράσινο φως ο διευθυντής μου, πραγματοποίησα τις προσλήψεις που είχαν
εξαγγελθεί»·
- μου άλλαξε τα φώτα, α. με καταβασάνισε, με
καταταλαιπώρησε, με έδειρε άγρια και, κατ’ επέκταση, με κατανίκησε: «δεν
ξαναμαλώνω μαζί του, γιατί την προηγούμενη φορά, που μάλωσα, μου άλλαξε τα φώτα».
β. (και για τα δυο φύλα) με εξουθένωσε κατά την ερωτική πράξη: «ήταν
τόσο λυσσάρα αυτή η γυναίκα, που μου άλλαξε τα φώτα». Συνών. μου άλλαξε τα
πετρέλαια·
-
μου ’δωσε (το) πράσινο φως, βλ. φρ. μ’ άναψε (το) πράσινο φως·
- μου ’κοψαν το φως, διέκοψαν την παροχή ηλεκτρικού
ρεύματος στο σπίτι μου από τη Δ.Ε.Η., επειδή δεν πλήρωσα το λογαριασμό: «μου
’κοψαν το φως, επειδή ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό». (Τραγούδι: μας
κόψαν απόψε το φως, τιβί δε θα δούμε ευτυχώς, τιβί δε θα δούμε
ευτυχώς, γιατί μας κόψαν απόψε το φως)·
-
παίρνω (το) πράσινο φως, παίρνω την άδεια ή την εντολή από κάποιον να
ενεργήσω ελεύθερα ή όπως από τα πριν είχε συμφωνηθεί: «μόλις πήρα το πράσινο
φως απ’ το διευθυντή μου, άρχισα τις προσλήψεις»·
-
πλημμυρίζω στο φως, βλ. φρ. λούζομαι στο φως·
- πληρώνω το φως, πληρώνω στη Δ.Ε.Η. το λογαριασμό του ηλεκτρικού
ρεύματος που έχω καταναλώσει: «πρέπει να περάσω κι απ’ τη Δ.Ε.Η. να πληρώσω το
φως, για να μη μου το κόψουν»·
-
ποιος στραβός δε θέλει το φως του! λέγεται στην περίπτωση που μας
προτείνει κάποιος κάτι που το επιθυμούμε ή που μας είναι χρήσιμο ή ωφέλιμο και
είναι αυτονόητο πως θα δεχτούμε αυτή την προσφορά: «θα ’θελες να σου δώσω ένα
αυτοκίνητο; -Ποιος στραβός δε θέλει το φως του! || θα ’θελες να πας μ’ αυτή την
ωραία γυναίκα; -Ποιος στραβός δε θέλει το φως του»·
-
ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. φρ. ποιος στραβός δε θέλει το
φως του(!)·
-
ρίχνω (άπλετο) φως (ιδίως σε κάποια υπόθεση), παρέχω (σωρεία) στοιχείων
και τη διαφωτίζω, τη διευκρινίζω (εντελώς): «η κατάθεση του μάρτυρα κατά την
ακροαματική διαδικασία, έριξε άπλετο φως στην υπόθεση»·
-
σβήνω το φως, γυρίζω το διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος, για να πάψει
να φωτίζει η λάμπα: «καθώς έβγαινε απ’ το δωμάτιό του, έσβησε το φως»·
-
στο φως μου! (ενν. ορκίζομαι) όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που
λέμε σε κάποιον με την έννοια να τυφλωθώ, αν λέω ψέματα: «στο φως μου, τα
πράγματα έγιναν όπως ακριβώς στα λέω!»·
-
της αλλάζω τα φώτα, την εξουθενώνω από τη συνεχή επιβολή της σεξουαλικής
πράξης: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα και της άλλαξα τα φώτα». (Λαϊκό
τραγούδι: κουκουρίκο κοκοκό, κοκοκό κάνει η κάτα, την τραβούσε με το ζόρι
και της άλλαζε τα φώτα!). Συνών. της αλλάζω τα πετρέλαια·
-
το άγιο φως, το φως που δίνει ο ιερέας στους πιστούς την Ανάσταση, το
αναστάσιμο φως: «με το δεύτε λάβετε φως, οι πιστοί πήραν το άγιο φως απ’ το
χέρι του παπά, που στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη»·
-
του αλλάζω τα φώτα, α. τον καταταλαιπωρώ, τον καταβασανίζω, τον
δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον πήρα για βοήθεια στη
μετακόμιση που έκανα, και του άλλαξα τα φώτα || τον έπιασε στα χέρια του κι
όπως ήταν αγριεμένος, του άλλαξε τα φώτα || παίξαμε τάβλι και του άλλαξα τα
φώτα». β. (για μηχανήματα ή πράγματα) το καταστρέφω εντελώς: «του ’δωσα
τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα, κι αυτός του άλλαξε τα φώτα || μαζεύτηκαν
όλοι οι φίλοι του γιου μου στο σαλόνι και του άλλαξαν τα φώτα». Συνών. του
αλλάζω τα πετρέλαια·
-
του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του ’δωσα μια (ενν. γροθιά, καρπαζιά, κλοτσιά,
μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα) και του άλλαξα τα φώτα, τον χτύπησα πάρα πολύ δυνατά: «του
’δωσα μια μπουνιά και του άλλαξα τα φώτα»·
- φέρνω στο φως, βλ. συνηθέστ. φέρνω στη ζωή, λ. ζωή·
-
φέρνω στο φως (κάτι), αποκαλύπτω, φανερώνω: «η σκαπάνη του Ανδρόνικου
έφερε στο φως τον τάφο του Φιλίππου». Συνών. φέρνω στην επιφάνεια (κάτι)·
βλ. και φρ. βγάζω στο φως (κάτι)·
-
φως μου! προσφώνηση λατρείας σε αγαπημένο πρόσωπο: «τι θέλεις να σου
φέρω, φως μου, απ’ την αγορά;». (Λαϊκό τραγούδι: γλύκα μου και φως μου,
το φιλί δώσ’ μου, μη με τυραννάς, πες πως μ’ αγαπάς, αχ δε με πονάς)·
- χάνω το φως μου, α. τυφλώνομαι: «έχασε το φως του από
μια σπάνια αρρώστια». β. παθαίνω σκοτοδίνη, ιδίως ύστερα από ισχυρό
χτύπημα που δέχομαι στο πρόσωπο ή στο κεφάλι: «έφαγα τέτοιο χαστούκι, που έχασα
το φως μου || μου ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι και για ένα διάστημα είχα χάσει το
φως μου». γ. χάνω κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο, είτε γιατί πέθανε είτε
γιατί με εγκατέλειψε: «έχασα τη γυναίκα μου κι έχασα το φως μου»·
-
χύνω (άπλετο) φως (ιδίως σε υπόθεση), βλ. φρ. ρίχνω (άπλετο) φως.