φωνήεντο, το, ουσ. [<αρχ. φωνήεν, ουδ. του επιθ. φωνήεις (=
εκείνος που έχει φωνή)], το φωνήεντο· η σκληρή κουβέντα, ο σκληρός λόγος, η
έντονη επίπληξη: «μη γελάς, γιατί θα ’ρθει κι η δικιά σου ώρα ν’ ακούσεις τα
φωνήεντά σου!». Από το ότι τα φωνήεντα έχουν σκληρή προφορά σε αντιδιαστολή με
τα σύμφωνα·
-
έλα να σου σπρεχάρω δυο φωνήεντα, απειλητική πρόσκληση σε κάποιον για να
τον επιπλήξουμε: «έλα να σου σπρεχάρω δυο φωνήεντα, γιατί έμαθα πως την έκανες
πάλι κοπάνα»·
-
της πετώ δυο φωνήεντα, της λέω κάποιο ερωτικό υπονοούμενο, της κάνω νύξη
για να βολιδοσκοπήσω αν έχει διάθεση να συνάψει μαζί μου ερωτική σχέση: «μόλις
την είδα να κάθεται μόνη, της πέταξα δυο φωνήεντα, αλλά αυτή εξακολούθησε να
μένει σοβαρή»·
-
του πετώ δυο φωνήεντα, α. του μιλώ με σκληρή γλώσσα, τον
επιπλήττω αυστηρά: «του πέταξε δυο φωνήεντα ο διευθυντής του, γιατί άργησε να
’ρθει πάλι το πρωί στη δουλειά». β. του μιλώ με υπονοούμενα, του κάνω
νύξη πάνω σε κάποιο θέμα που με ενδιαφέρει, για να βολιδοσκοπήσω τις διαθέσεις
του: «χρειαζόμουν κάτι λεφτά και του πέταξα δυο φωνήεντα, για να δω τις
διαθέσεις του, αλλά έκανε πως δεν κατάλαβε».