αυλόπορτα,
η, ουσ.
[<αυλή + πόρτα], η αυλόπορτα· ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα·
- έχει
ανοιχτή αυλόπορτα ή έχει ανοιχτή την αυλόπορτα ή έχει αυλόπορτα
ανοιχτή ή έχει την αυλόπορτα ανοιχτή, (για άντρες) είναι πούστης:
«όλοι τόσο καιρό τον είχαμε γι’ άντρα, αλλά, δυστυχώς, αυτός έχει αυλόπορτα
ανοιχτή». Από το ότι, όταν η αυλόπορτα, που είναι η κύρια είσοδος κάποιου
σπιτιού, είναι ανοιχτή, επιτρέπεται η ελεύθερη είσοδος στον καθένα. Συνών. έχει
ανοιχτή εξώπορτα.