φυτρώνω, ρ.
[<μσν. φυτρώνω <φύτρα + κατάλ. -ώνω], φυτρώνω· παρουσιάζομαι ξαφνικά και
χωρίς να με περιμένουν: «από πού φύτρωσες πάλι εσύ και δε σε πήρα χαμπάρι!»·
βλ. και φρ. ξεφυτρώνω·
-
δε φυτρώνω εκεί που δε με σπέρνουν, δεν ανακατεύομαι σε υποθέσεις που δε
με αφορούν ή που δεν έχω λόγο ή αρμοδιότητα: «αυτή είναι ξένη υπόθεση και δε
θέλω να επέμβω, γιατί δε φυτρώνω εκεί που δε με σπέρνουν»·
-
έσπειρε σιτάρι κι εφύτρωσε κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
-
να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν, απειλητική ή συμβουλευτική
έκφραση σε άτομο, να μην ανακατεύεται σε υποθέσεις που δεν το αφορούν ή που δεν
έχει λόγο ή αρμοδιότητα: «φύγε μέσ’ απ’ τα πόδια μου και να μη φυτρώνεις εκεί
που δε σε σπέρνουν || αν θέλεις να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο, να μη φυτρώνεις
εκεί που δε σε σπέρνουν»·
-
όπου πατά, χορτάρι δε φυτρώνει ή όπου πατήσει, χορτάρι δε φυτρώνει, βλ. λ. χορτάρι·
-
στις πέτρες να φυτρώνει! (για ποτά, ιδίως τσίπουρο, ούζο, κρασί), βλ. λ. πέτρα·
-
φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, α. ανακατεύεται σε υποθέσεις
που δεν τον αφορούν ή που δεν έχει λόγο ή αρμοδιότητα: «έχει γίνει πολύ
αντιπαθητικός στην παρέα μας, γιατί φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν». β.
παρουσιάζεται απρόσμενα εκεί που κανείς δεν το περιμένει: «είναι για καιρό
εξαφανισμένος και ξαφνικά τσουπ, φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν»·
-
φυτρώνει σαν μανιτάρι ή φυτρώνει σαν το μανιτάρι, βλ. λ. μανιτάρι·
-
φυτρώνουν σαν μανιτάρια ή φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, βλ. λ. μανιτάρι.