φυσιογνωμία, η, ουσ. [<αρχ. φυσιογνωμία]. 1. το σύνολο των
χαρακτηριστικών του προσώπου ενός ανθρώπου, η μορφή, η εμφάνιση: «έχει γλυκιά
φυσιογνωμία || έχει συμπαθητική φυσιογνωμία || έχει ευγενική φυσιογνωμία». 2.
η ιδιαίτερη όψη ενός πράγματος και η εντύπωση που προκαλεί: «η Θεσσαλονίκη έχει
ξεχωριστή φυσιογνωμία και δε μοιάζει με καμιά άλλη πόλη της Ελλάδας || η
Θεσσαλονίκη άλλαξε φυσιογνωμία τα τελευταία χρόνια κι έγινε μια μεγάλη και
μοντέρνα μεγαλούπολη»·
-
γνωστή φυσιογνωμία, λέγεται για άτομο που, ενώ μας φαίνεται γνωστό, δεν
μπορούμε να θυμηθούμε το όνομά του, ούτε πού και πώς γνωριστήκαμε: «όσο τον
κοιτάζω, τόσο πιο πολύ μου φαίνεται γνωστή φυσιογνωμία, όμως δε θυμάμαι
περισσότερα»·
-
μεγάλη φυσιογνωμία, α. άνθρωπος πολύ αξιόλογος, πολύ σπουδαίος,
μεγάλη προσωπικότητα: «ο τάδε είναι μεγάλη φυσιογνωμία στα γράμματα || ο τάδε
είναι μεγάλη φυσιογνωμία στον ιατρικό χώρο». β. (ειρωνικά) μεγάλος
απατεώνας: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι μεγάλη φυσιογνωμία»·
-
σκοτεινή φυσιογνωμία, άνθρωπος που δημιουργεί ερωτηματικά, που είναι
ύποπτος, που δεν έχει ξεκάθαρη στάση και συμπεριφορά: «πρόσεχε, γιατί αυτός που
κάνεις παρέα, μου φαίνεται σκοτεινή φυσιογνωμία».