φυσικός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. φυσικός], φυσικός. 1. που
είναι αληθινός, ειλικρινής, αυθόρμητος, που δεν είναι προσποιητός, που δεν
είναι επιτηδευμένος: «φυσικό γέλιο || φυσικό φέρσιμο || φυσικό παίξιμο του ρόλου
του». 2. το ουδ. ως ουσ. το φυσικό και στον πλ. τα φυσικά, ο
προσωπικός χαρακτήρας, το ιδιαίτερο γνώρισμα κάθε ανθρώπου, η συνήθεια, το
χούι: «το φυσικό αυτού του ανθρώπου είναι να μη στενοχωριέται με τίποτα ||
είναι στο φυσικό αυτού του ανθρώπου να κλαίει με το παραμικρό || δεν έχει καλά
φυσικά αυτός ο άνθρωπος || αν έπαιρνε τα φυσικά του πατέρα του, θα γινόταν κι
αυτός μεγάλος και τρανός». (Λαϊκό τραγούδι: κοντά μου τόσα χρόνια και δεν
έχεις μάθει όλα μου τα χούγια και τα φυσικά·η
προπαραλήγουσα ποτέ δεν περισπάται όταν η λήγουσα είναι μακρά). Επίρρ. φυσικά,
είναι αυτονόητο: «θα πας στην ορκωμοσία του γιου σου; -Φυσικά»·
-
είναι από φυσικού του, αποτελεί έμφυτο στοιχείο του χαρακτήρα του, της
ιδιοσυγκρασίας του, της προσωπικότητάς του, του ψυχοπνευματικού του κόσμου:
«είναι από φυσικού του αισιόδοξος || είναι από φυσικού του χουβαρντάς». Συνών. είναι
από φύση του, λ. φύση·
-
είναι φυσικό να… ή είναι φυσικό ότι… ή είναι φυσικό που… ή
είναι φυσικό πως…, είναι αναμενόμενο, αποδεκτό από όλους στη συγκεκριμένη
περίσταση: «είναι φυσικό ν’ αντιδράσει μ’ αυτόν το βίαιο τρόπο, όταν του θίγεις
την τιμή και την υπόληψή του || είναι φυσικό ότι θα ξεσπούσε σ’ όποιον έβρισκε
μπροστά του || είναι φυσικό που δεν ήρθε, όταν ξέρει πως τον αντιπαθείς ||
είναι φυσικό πως θα γίνει φασαρία, αν ενοχλήσεις τη γυναίκα που συνοδεύει»·
-
έχει άσχημα φυσικά, έχει κακό χαρακτήρα, έχει ελαττώματα, κακές
συνήθειες, κακά χούγια: «δεν μπορώ να κάνω παρέα μαζί του, γιατί έχει άσχημα
φυσικά αυτός ο άνθρωπος»·
-
φυσική κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
-
φυσικό χάρισμα, βλ. λ. χάρισμα·
-
φυσικός θάνατος, βλ. λ. θάνατος.