φυσηξιά κ.
φυσηματιά, η, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. φυσώ + κατάλ. -ξιά, -ματιά],
η εκτόξευση αέρα από το στόμα προς κάποια κατεύθυνση: «έσβησε όλα τα κεράκια
της τούρτας του με μια φυσηξιά»·
-
μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος, άνθρωπος εντελώς
αδύνατος, πολύ μικροκαμωμένος και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου,
ασήμαντος, τιποτένιος: «ντρέπομαι να μαλώσω με μια φυσηξιά άνθρωπο, γιατί θα με
κοροϊδεύει ο κόσμος || δεν είναι σωστό να μαλώσω μαζί του, γιατί είναι μιας
φυσηξιάς άνθρωπος || μια φυσηξιά άνθρωπος κι έχει το νου του συνέχεια στον
καβγά || μιας φυσηξιάς άνθρωπος και θέλει να κάνει παρέα με τους εφοπλιστές».
Συνών. μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος / μια πήχη
άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος / μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας
πιθαμής άνθρωπος / μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος / μια
σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος / μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας
φτυσιάς άνθρωπος / μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος.