φύσημα, το, ουσ. [<αρχ. φύσημα], το φύσημα· η πνοή του αέρα: «με
το πρώτο φύσημα του φθινοπώρου δρόσισε η ατμόσφαιρα»·
-
μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα, βλ. λ. αέρας·
-
παίρνω φύσημα, α. με διώχνουν από τη δουλειά μου, από την
υπηρεσία μου, απολύομαι ή με μεταθέτουν δυσμενώς: «επειδή έκανε συνέχεια
κοπάνα, πήρε φύσημα απ’ τη δουλειά του || επειδή ήταν αντικυβερνητικός, πήρε
φύσημα στην επαρχία». β. με διώχνει το ερωτικό μου ταίρι: «είχα δεσμό
μαζί της, αλλά επειδή μ’ έπιασε με μια γκόμενα, πήρα φύσημα»·
-
του (της) δίνω φύσημα, α. τον (τη) διώχνω από τη δουλειά μου, τον
(την) απολύω ή τον (τη) μεταθέτω δυσμενώς: «επειδή μου δημιουργούσε προβλήματα
στη δουλειά μου, του ’δωσα φύσημα || μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, του ’δωσαν
φύσημα στην επαρχία, γιατί ήταν αντικυβερνητικός». β. διώχνω το ερωτικό
μου ταίρι: «όταν άρχισε να μου μιλάει για γάμο, της έδωσα φύσημα || επειδή
μπεκρόπινε, του ’δωσε φύσημα»·
-
τρώω φύσημα, βλ. φρ. παίρνω φύσημα.