φύραμα, το, ουσ. [<μτγν. φύραμα <φύρω (= ανακατεύω)], το
φύραμα· το ποιόν, το ήθος, ο χαρακτήρας του ανθρώπου, ιδίως ο κακός: «δεν έχω
διάθεση να κάνω παρέα μ’ αυτό το φύραμα || έχει δυο γιους που είναι του ιδίου
φυράματος»·
-
είναι του ιδίου φυράματος, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος έχουν τις
ίδιες κακές ιδιότητες, τον ίδιο κακό χαρακτήρα: «απ’ την πρώτη στιγμή
ταίριαξαν, γιατί είναι του ιδίου φυράματος». Συνών. είναι ένα πανί / είναι
ίδια φάρα ή είναι μια φάρα.