αυλαία,
η, ουσ.
[<μτγν. αὐλαία], αυλαία·
- άνοιξε
η αυλαία (της συνδιάσκεψης, του συνεδρίου, των εργασιών, του θεατρικού έργου), δηλώνει
την αρχή, άρχισε: «η αυλαία της συνδιάσκεψης άνοιξε με την εισήγηση του
προέδρου || μόλις άνοιξε η αυλαία, οι θεατές αφοσιώθηκαν στο έργο»·
- έκλεισε
η αυλαία, βλ. φρ. έπεσε η αυλαία·
- έπεσε
η αυλαία (της συνδιάσκεψης, του συνεδρίου, των εργασιών, του θεατρικού έργου),
δηλώνει το τέλος μιας ενέργειας, τελείωσε, περατώθηκε κάτι: «η αυλαία του
συνεδρίου έπεσε με τον αποχαιρετιστήριο λόγο του προέδρου || μόλις έπεσε η
αυλαία, οι θεατές άρχισαν να χειροκροτούν ενθουσιασμένοι»·
-
σηκώθηκε η αυλαία, βλ.
συνηθέστ. άνοιξε η αυλαία.