φύλο, το, ουσ.
[<αρχ. φῦλον], το φύλο·
-
αλλαγή φύλου, η μεταβολή του φύλου από άντρα σε γυναίκα ή το αντίθετο με
ειδική χειρουργική επέμβαση: «η αλλαγή φύλου στην εποχή μας, δεν
αντιμετωπίζεται αρνητικά από την κοινωνία μας»·
-
αλλάζω φύλο, μεταβάλλω φύλο με ειδική χειρουργική επέμβαση και από
άντρας γίνομαι γυναίκα ή το αντίθετο: «υπάρχουν πολλά άτομα που έχουν αλλάξει
φύλο και ζουν δημιουργικά κι ευτυχισμένα»·
-
το αδύνατο φύλο, το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες σε σύγκριση με τους
άντρες: «ο άντρας πρέπει να προστατεύει το αδύνατο φύλο». (Λαϊκό τραγούδι: τα
κάνανε γυαλιά-καρδιά για μιας γυναίκας την καρδιά, για τ’ αδύνατο το φύλο φάγανε
οι μάγκες ξύλο)·
-
το ασθενές φύλο, βλ. φρ. το ωραίο φύλο·
- το δεύτερο φύλο, το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες:
«το δεύτερο φύλο ακόμη και σήμερα αγωνίζεται για την ισότητα των δύο φύλων ||
για ποια ισότητα μιλάς, φίλε μου. Από καιρό το δεύτερο φύλο μας έχει από κάτω»·
- το ισχυρό φύλο, οι άντρες σε σύγκριση με τις γυναίκες: «το ισχυρό
φύλο έχει καταλάβει όλες τις θέσεις εξουσίας»·
-
το τρίτο φύλο, οι θηλυπρεπείς, οι πούστηδες: «το τρίτο φύλο είναι γνωστό
απ’ την αρχαιότητα»·
-
το ωραίο φύλο, οι γυναίκες: «χωρίς τη συντροφιά του ωραίου φύλου δεν
κάνει βήμα στη ζωή του».