φυλάω κ.
φυλάγω κ. φυλώ, ρ. [από το ρ. φυλάγω με αποβολή του γ], φυλάω. 1.
επιτηρώ κάποιον να μη φύγει, φρουρώ κάποιον: «υπήρχαν πέντε φύλακες που
φυλούσαν τους κρατούμενους». 2. σέβομαι, τηρώ: «εγώ, πάντα φυλάω τον
όρκο που δίνω». 3. διατηρώ, κρατώ, δε σπαταλώ: «φυλάω τα λεφτά μου,
γιατί η ζωή έχει πολλές αναποδιές και χωρίς λεφτά δεν μπορείς να τις
ξεπεράσεις». 4. περιμένω: «φυλάω μισή ώρα να ’ρθει, κι ακόμη να φανεί». 5.
παραφυλάω, παραμονεύω, ενεδρεύω: «φυλάω να περάσει ο τάδε, γιατί θέλω να
εξηγηθώ μαζί του». 6α. στην προστακτ. αορ. φυλάξου! πρόσεχε!
πρόσεξε(!): «φυλάξου απ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μεγάλο κουμάσι!». β.
λέγεται και με επιθετική διάθεση την ώρα που εφορμούμε εναντίον κάποιου.
(Ακολουθούν 36 φρ.)·
-
γλίτωσες τη βροχή, φυλάξου απ’ τ’ απόβροχο, βλ. λ. απόβροχο·
-
έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες, βλ. λ. αλεπού·
-
έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
-
είναι (για) να φυλάς τα ρούχα σου, βλ. λ. ρούχο·
-
είναι, Θεέ μου, φύλαγε, βλ. λ. Θεός·
-
είναι ο Θεός να σε φυλάει, βλ. λ. Θεός·
-
Θεέ μου φύλαγε! βλ. λ. Θεός·
-
Θεός να φυλάει! βλ. λ. Θεός·
-
Θεός φυλάξοι! βλ. λ. Θεός·
-
ο Θεός να σε φυλάει, βλ. λ. Θεός·
-
ο Θεός να φυλάει! βλ. λ. Θεός·
-
ο φόβος φυλάει τα έρημα ή ο φόβος φυλάει τα έρμα, βλ. λ. φόβος·
-
όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει, τα μισά, βλ. λ. ρούχο·
-
όταν έχεις, φύλαγε, σαν δεν έχεις, δούλευε, βλ. λ. δουλεύω·
-
Παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε! βλ. λ. Παναγία·
-
τα φυλάω, κλείνω τα μάτια μου και μετράω μέχρι το δέκα ή το είκοσι, για
να προλάβουν να κρυφτούν τα άλλα παιδιά στο ομαδικό παιδικό παιχνίδι κρυφτό:
«όταν τα φυλούσα, μετρούσα δυο δυο για να βγω πριν προλάβουν τα παιδιά να
κρυφτούν»·
-
τα φυλάω (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), δεν τα ξοδεύω, τα αποταμιεύω και,
κατ’ επέκταση, είμαι τσιγκούνης: «όσα βγάζω, τα τρώω και δεν είμαι απ’ αυτούς
που τα φυλάνε, γιατί μια φορά ζούμε». (Λαϊκό τραγούδι: διαθήκη και λοιπά
κάνουν όσοι τα φυλάνε, εγώ ήμουνα παπά όσα έρθουν κι όσα πάνε)·
-
το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. λ. μάτι·
-
τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, βλ. λ. Τούρκος·
-
τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα
δυο, βλ. λ. μάτι·
-
του τη φυλάω, βλ. συνηθέστ. του την έχω φυλαγμένη, λ. φυλαγμένος·
-
του το ’χω φυλάξει, βλ. συνηθέστ. του το ’χω φυλαγμένο, λ.
φυλαγμένος·
-
φύλαγε τα ρούχα σου να ’χεις τα μισά, βλ. βλ. ρούχο·
-
φυλάει γίδια, βλ. λ. γίδι·
-
φυλάει το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
-
φύλαξε φίδι το χειμώνα να σε δαγκώσει το καλοκαίρι, βλ. λ. φίδι·
-
φυλάω και τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
-
φυλάω καραούλι, βλ. λ. καραούλι·
-
φυλάω καρτέρι, βλ. λ. καρτέρι·
-
φυλάω μέσα μου (κάτι), βλ. λ. μέσα·
-
φυλάω μυστικό, βλ. λ. μυστικός·
-
φυλάω πισινή, βλ. λ. πισινή·
-
φυλάω πώς και πώς (κάτι), προσέχω πάρα πολύ, να μη χάσω κάτι, γιατί μου
είναι ή το θεωρώ πολύτιμο: «αυτό το ρολόι ήταν δώρο του σχωρεμένου του πατέρα
μου και το φυλάω πώς και πώς || είναι σπάνιος πίνακας και τον φυλάω πώς και
πώς»·
-
φυλάω τα νώτα μου, βλ. λ. νώτα·
- φυλάω τσίλιες, βλ. λ. τσίλια·
- Χριστέ μου φύλαγε! βλ. λ. Χριστός.