Αύγουστος,
ο, ουσ.
[<μτγν. Αὔγουστος <λατιν. Augustus],
ο μήνας Αύγουστος. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- από
Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα, βλ. λ. χειμώνας·
- από
Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεγκούνι, βλ. λ. σεγκούνι·
- Αύγουστε
καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, από το ότι τον Αύγουστο υπάρχουν
πάρα πολλά φρούτα, οι μεγάλες καλοκαιριάτικες ζέστες αρχίζουν να υποχωρούν
καθώς εμφανίζονται τα μελτέμια, και το κυριότερο, είναι ότι μεγάλο μέρος των
εργαζομένων κάνει χρήση της άδειάς του·
- Αύγουστος
άβροχος, μούστος άμετρος, βλ. λ. άβροχος·
- ζήσε
Μάη (μου) να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι ή ζήσε μαύρε μου να
φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι, βλ. λ. τριφύλλι·
- κάθε
πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- μήτε
Μάρτης καλοκαίρι μήτε Αύγουστος χειμώνας, βλ. λ. Μάρτης·
- να
’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα·
- να
’σαι καλά τον Αύγουστο, με δεκαοχτώ βελέντζες, βλ. λ. βελέντζα·
- όποιος
τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, βλ. λ. χειμώνας·
- τον
Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα.