φυλακισμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. φυλακίζω],
φυλακισμένος·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, (για παιχνίδια ταβλιού) έκφραση
που λέγεται με ειρωνική διάθεση από τον έναν παίχτη στον άλλον, όταν ο δεύτερος
βρίσκεται σε πολύ δεινή θέση, και είναι μια προτροπή να το παρατήσει
παραδεχόμενος πως το έχασε, γιατί, όσο και να εξαντλήσει τα περιθώρια, δεν
υπάρχει περίπτωση να ανατρέψει την κατάσταση. Από το ότι οι φυλακισμένοι έχουν
όλο το χρόνο να επιμείνουν, μια και δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν. Συνών. αυτό
δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες.