φύλακας, ο, ουσ. [<αρχ. φύλαξ], ο φύλακας. 1. ο
φρουρός: «έξω απ’ την πόρτα της τράπεζας πηγαινοερχόταν ένας φύλακας». 2.
ο προστάτης, ο υπερασπιστής: «ο Άγιος Δημήτριος είναι ο φύλακας της
Θεσσαλονίκης». 3. ο δεσμοφύλακας: «ζήτησε απ’ το φύλακα να τον
παρουσιάσει στο διευθυντή των φυλακών»·
-
άγγελος φύλακας ή φύλακας άγγελος, βλ. λ. άγγελος·
-
γρηγορούσιν οι φύλακες, βλ. συνηθέστ. έχουνε γνώση οι φύλακες·
-
έχουνε γνώση οι φύλακες, βλ. λ. γνώση.