φυλαγμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. φυλάγω],
φυλαγμένος· που είναι προστατευμένος: «ήταν ντυμένος με βαριά ρούχα, για να
’ναι φυλαγμένος απ’ το κρύο»·
-
του την έχω φυλαγμένη, α. καιροφυλακτώ, περιμένω την ώρα που θα
χρειαστεί τη βοήθειά μου ή θα έρθει σε δύσκολη θέση, για να του φερθώ με τον
ίδιο αχάριστο, προσβλητικό ή εχθρικό τρόπο με τον οποίο μου φέρθηκε: «από
καιρό του την έχω φυλαγμένη να κάνει κάποιο στραβοπάτημα, και τότε αλίμονό του».
β. του έχω στήσει παγίδα, καραούλι για να του κάνω κακό: «του την είχαν
φυλαγμένη μέσα στη νύχτα κι όπως περνούσε αμέριμνος, τον μαχαίρωσαν». Συνών. του
την έχω στημένη·
-
του το ’χω φυλαγμένο, βλ. φρ. του την έχω φυλαγμένη (α).