φτωχός, -ή κ.
-ιά, -ό, επίθ. [<μσν. φτωχός <αρχ. πτωχός], ο φτωχός. 1.
που είναι άπορος: «επειδή είναι φτωχός, τον συντηρούν οι φίλοι του». (Λαϊκό
τραγούδι: ο φτωχός,μάνα, ο φτωχός, μάνα, καλύτερα να μη
γεννιέται). 2. (με συμπάθεια) ο καημένος, ο δυστυχής, ο ταλαίπωρος,
ο καψερός, ο δόλιος: «βρε τι τραβάει ο φτωχός απ’ τη γυναίκα του!». (Λαϊκό
τραγούδι: τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος, αχ πώς τη φοβάται ο φτωχός
Κουταλιανός). 3. αυτός που η εικόνα του φανερώνει έλλειψη
οικονομικών πόρων: «φτωχό ντύσιμο || φτωχό γεύμα || φτωχό δώρο». (Ακολουθούν 26
φρ.)·
-
βγήκα από φτωχά αρχίδια ή βγήκαμε από φτωχά αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
-
είναι φτωχός στο μυαλό ή είναι φτωχός στα μυαλά, υστερεί
πνευματικά: «σπάνε πλάκα μαζί του οι άλλοι, γιατί είναι φτωχός στο μυαλό»·
-
ήλιος και βροχή, παντρεύονται οι φτωχοί, βλ. λ. ήλιος·
-
θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός ή θα γυρίσει ο τροχός, θα
γελάσει κι ο φτωχός, βλ. λ. τροχός·
-
καλύτερα δούλα στον πλούσιο, παρά κυρά στον φτωχό, βλ. λ. δούλα·
-
κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, όποιος βοηθάει αυτούς που
έχουν ανάγκη, ανταμείβεται κάποτε από το Θεό: «αν ενδιαφέρεσαι για την ψυχή
σου, κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό»·
-
κάνω τον φτωχό, προσποιούμαι τον φτωχό: «κάθε φορά που φτάνει η ώρα να
πληρώσουμε το ρεφενέ μας, κάνει τον φτωχό για να πληρώσει λιγότερα»·
-
κοιμήθηκε φτωχός και ξύπνησε πλούσιος, βλ. λ. πλούσιος·
-
με το φτωχό μου το μυαλό, έκφραση μετριοφροσύνης, για να μη δείξουμε στο
συνομιλητή μας τις πραγματικές μας πνευματικές δυνατότητες: «έχω με το φτωχό
μου το μυαλό την εντύπωση πως, αν χειριστείς έτσι όπως σου λέω το θέμα, θα
είναι πολύ καλύτερα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
-
ο πλούσιος έχει τα φλουριά και ο φτωχός τα γλέντια, βλ. λ. γλέντι·
-
ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του, βλ. λ. παιδί·
-
όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, βλ. λ. Θεός·
-
όπου φτωχός κι η μοίρα του, λέγεται με συμπάθεια για άτομο φτωχό και
ταλαιπωρημένο, που του έρχονται νέες στερήσεις και δυστυχίες: «πριν από καιρό
έχασε τη μάνα του και πάνω στο εξάμηνο πέθανε κι η γυναίκα. -Όπου φτωχός κι η
μοίρα του»·
-
όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. συνηθέστ. η κότα
όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, λ. κότα·
-
πήγε υπέρ των φτωχών, (ειρωνικά) το χρηματικό ποσό που δόθηκε για κάποιο
συγκεκριμένο σκοπό, όχι μόνο δε χρησιμοποιήθηκε ποτέ για το σκοπό αυτό, αλλά
και έχει υπεξαιρεθεί: «έδωσε ένα σημαντικό ποσό στο τάδε σωματείο για κοινωνική
προσφορά, αλλά πήγε υπέρ των φτωχών». Από το ότι επικρατεί η αντίληψη ότι τα
χρήματα που προσφέρει την Κυριακή το εκκλησίασμα υπέρ των πτωχών, δε
χρησιμοποιείται ποτέ γι’ αυτούς, αλλά διατίθενται στην καλύτερη περίπτωση για
διάφορες ανάγκες της εκκλησίας ή υπεξαιρούνται από τους ιερείς και επιτρόπους·
-
τεμπέλης νέος, φτωχός γέρος, βλ. λ. γέρος·
-
την εθέλω και ας είν’ και χήρα και φτωχή και κακομοίρα, βλ. λ. θέλω·
-
του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια, βλ. λ. ρούχο·
-
του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο, λέγεται στην περίπτωση που
τυχαίνει σε κάποιον φτωχό ασήμαντο πράγμα ή του προκύπτει ασήμαντη ωφέλεια. Από
το ότι ο λαός έχει την αντίληψη πως η τύχη δεν ευνοεί τους φτωχούς, εξού και το
τα λεφτά πάνε στα λεφτά·
-
του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, βλ. λ. κέρατο·
-
τρώει του φτωχού τ’ αρνί, είναι πολύ σκληρόκαρδος, μεγάλος άρπαγας:
«μωρέ, όταν καταλαβαίνει πως μπορεί να βγάλει λεφτά, τρώει του φτωχού τ’ αρνί
και δεν τον νοιάζει για το παραμικρό». (Λαϊκό τραγούδι: και τρώμε του
φτωχού τ’ αρνί και είμαστε και χριστιανοί)·
-
φτωχό είναι το μυαλό σου, επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας
χαρακτηρίζει ως άτομο με φτωχό μυαλό: «τι γνώμη να πάρω από σένα, αφού είσαι
φτωχό μυαλό. -Φτωχό είναι το μυαλό σου»·
-
φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει, οι άσημοι άνθρωποι, μένουν στην αφάνεια:
«εμένα το φουκαρά δε με ξέρει κανένας, γιατί φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει»·
-
φτωχός καπετάνιος, πλούσιο ταξίδι δεν κάνει, βλ. λ. καπετάνιος·
-
φτωχός Λάζαρος, χαρακτηρισμός πάμφτωχου ατόμου: «μα δεν ήξερες πως είναι
φτωχός Λάζαρος και πήγες να του ζητήσεις δανεικά;»·
-
φτωχός συγγενής, βλ. λ. συγγενής.