φτώχεια, η, ουσ. [<φτωχαίνω (υποχωρητ.)], η φτώχεια· η
κατάσταση του φτωχού, η φτωχική ζωή, η ένδεια: «είναι πολύ δύσκολο πράγμα να
ζει κανείς μέσ’ στη φτώχεια». (Τραγούδι: φτώχεια που τις
καρδιές πληγώνεις, βγάζεις τα πιο καλά παιδιά). (Ακολουθούν 18 φρ.)·
-
δοκίμαζε τους φίλους σου, όταν σε βρίσκει η φτώχεια, βλ. λ. φίλος·
-
έξω φτώχεια! ξόρκι της διασκέδασης των φτωχών που ακούγεται σε στιγμές
κεφιού ή γλεντιού. (Λαϊκό τραγούδι: όταν ακούω μπαγλαμάδες, έξω φτώχεια και
νταλκάδες // έξω φτώχεια,να γλεντήσουμε τον ψεύτικο ντουνιά,
κουτσαβάκη θέλω μάγκα, έμορφο και μερακλή, να γλεντούμε πάντα οι δυο μαζί)·
-
έξω φτώχεια και καημοί! έκφραση αισιοδοξίας, έξω φτώχεια! (Λαϊκό
τραγούδι: έξω φτώχεια και καημοί,θέλω απόψε να
γλεντήσω, τη φτωχή μου την καρδιά μέσα στο κρασί να πνίξω)·
-
έξω φτώχεια και καλή καρδιά! έκφραση αισιοδοξίας με την έννοια πως ο
φτωχός δεν πρέπει να απελπίζεται, δεν πρέπει να απογοητεύεται στη ζωή του και
ακούγεται σε στιγμές κεφιού ή γλεντιού. (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή μου όλη άδειο
πορτοφόλι, έρωτες ξενύχτια και φιλιά, η ζωή μου όλη άδειο πορτοφόλι, έξω
φτώχεια και καλή καρδιά)·
-
έχω φτώχειες, περνώ περίοδο στέρησης, φτώχειας: «κι εγώ έχω φτώχειες,
αλλά δεν κλαίγομαι σαν και σένα». Στον τύπο έχω κάτι φτώχειες! επιτείνει
την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι φτώχειες(!)·
- η φτώχεια είναι κακός σύμβουλος, λέγεται με την έννοια ότι κάτω
από την πίεση της φτώχειας, μπορεί να προβεί κανείς σε ακραίες ενέργειες:
«έφτασε στο σημείο να επιχειρήσει να ληστέψει μια τράπεζα, γιατί η φτώχεια είναι
κακός σύμβουλος || τον γλίτωσαν την τελευταία στιγμή, πριν πέσει απ’ το
μπαλκόνι του, γιατί η φτώχεια είναι κακός σύμβουλος». Πολλές φορές, μετά το φτώχεια,
ακολουθεί το βλέπεις·
-
η φτώχεια θέλει καλοπέραση, α. ο φτωχός δεν πρέπει να αφήνει τη
φτώχεια να τον καταβάλλει ψυχικά, αλλά πρέπει να την αντιμετωπίζει με
αισιοδοξία και διασκέδαση, για να γίνει πιο υποφερτή. Η έκφραση ακούγεται σε
στιγμές γλεντιού ή σαν δικαιολογία από άτομο που γλεντάει, που διασκεδάζει, αν
και δεν έχει άνεση χρημάτων. (Λαϊκό τραγούδι: η φτώχεια θέλει καλοπέραση,
θέλει αγάπη και κρασί, η φτώχεια θέλει καλοπέραση, για να ’ναι η ζωή χρυσή).
β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση από πλούσιο σε ώρα γλεντιού·
-
η φτώχεια φέρνει γκρίνια, βλ. φρ. όπου φτώχεια και γκρίνια·
-
καταραμένη φτώχεια ή φτώχεια καταραμένη ή κατηραμένη φτώχεια ή
φτώχεια κατηραμένη, έκφραση απελπισίας φτωχού ανθρώπου που βασανίζεται
από τη φτώχεια: «α ρε, καταραμένη φτώχεια, δε σ’ αντέχω άλλο!». (Λαϊκό
τραγούδι: άσ’ τα φίλε, μη μου θυμίζεις την καταραμένη φτώχεια, φεύγει
το καλοκαιράκι, μπαίνουνε τα πρωτοβρόχια // δε με φοβήσαν κύματα, χιόνια και
ανεμοβρόχια όσο με φόβισες εσύ κατηραμένη φτώχεια // απ’ τα φτωχά μου τα
όνειρα ένα σωστό δε βγαίνει, όλα τα σκόρπισες εσύ, φτώχεια κατηραμένη)·
- μαύρη φτώχεια, πολύ μεγάλη και βασανιστική φτώχεια: «απόμεινε
μοναχός και πέθανε μέσ’ στη μαύρη φτώχεια». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να πεθάνω,
για να λυτρωθώ, μα η μαύρη φτώχεια μ’ έχει δικασμένο ούτε να πεθάνω ούτε
και να ζω)·
- με δέρνει η φτώχεια ή με δέρνουν οι φτώχειες, βασανίζομαι,
υποφέρω από τη φτώχεια που περνώ: «τον τελευταίο καιρό με δέρνει η φτώχεια
περισσότερο από κάθε άλλη φορά». Στον τύπο με δέρνει μια φτώχεια! ή με
δέρνουν κάτι φτώχειες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές
με το μα τι φτώχεια! ή μα τι φτώχειες(!)·
-
όπου φτώχεια και γκρίνια, η ανέχεια και οι δυσκολίες που προκαλούνται
από τη φτώχεια οδηγούν ένα ζευγάρι ή μια οικογένεια στις προστριβές, στην
γκρίνια: «καλά λένε πως, όπου φτώχεια και γκρίνια, γιατί, απ’ τη μέρα που τον
απέλυσαν απ’ τη δουλειά, κάθε μέρα καβγαδίζουν στο σπίτι τους»·
-
όταν μπει η φτώχεια απ’ την πόρτα, βγαίνει ο έρωτας απ’ το παράθυρο, βλ.
φρ. όπου φτώχεια και γκρίνια·
- περνώ φτώχειες, περνώ περίοδο στέρησης, φτώχειας: «κάνω αιματηρές
οικονομίες να παντρέψω την κόρη μου, και περνώ φτώχειες». Στον τύπο περνώ
κάτι φτώχειες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα
τι φτώχειες(!). (Λαϊκό τραγούδι: ο κυρ-Θάνος πέθανε παραπονεμένος χτες
αργά στο καπηλειό του Χατζηθωμά, τελευταία πέρναγε φτώχειες ο καημένος
κι είχε βάλει ενέχυρο και το μπαγλαμά)·
-
στη φτώχεια, φτωχικά: «ζει στη φτώχεια»·
-
τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, βλ. λ. λόγος·
-
τη βγάζω στη φτώχεια, περνώ, ζω φτωχικά: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι
δουλειές μου, τη βγάζω στη φτώχεια»·
-
φτώχεια και των γονέων! πολύ μεγάλη φτώχεια: «πώς μπορούν και ζουν αυτοί
οι άνθρωποι! Φτώχεια και των γονέων!».