φτύσμα, το, ουσ. [<αρχ. πτύσμα], το φτύσμα· άνθρωπος πολύ αισχρός, που προκαλεί την έντονη αποστροφή ή αποδοκιμασία: «δεν είσαι καλά, που θα βάλουμε στην παρέα μας αυτό το φτύσμα».
φτύσμα, το, ουσ. [<αρχ. πτύσμα], το φτύσμα· άνθρωπος πολύ αισχρός, που προκαλεί την έντονη αποστροφή ή αποδοκιμασία: «δεν είσαι καλά, που θα βάλουμε στην παρέα μας αυτό το φτύσμα».