φτυσιά, η, ουσ.
[από το θέμα αορ. του ρ. φτύνω + κατάλ. -ιά], βλ. λ. φτύσμα·
-
μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος, λέγεται για άνθρωπο
που είναι πολύ μικρός στην ηλικία ή πολύ μικρόσωμος και, κατ’ επέκταση,
άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «μιας φτυσιάς άνθρωπος και με το
παραμικρό δημιουργεί φασαρίες!». Συνών. μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας
μπουκιάς άνθρωπος / μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος / μια πιθαμή
άνθρωπος ή μιας πιθαμής άνθρωπος / μια πορδή άνθρωπος ή μιας
πορδής άνθρωπος / μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος / μια
φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος / μια χαψιά άνθρωπος ή μιας
χαψιάς άνθρωπος.