φτιαξιά κ.
φκιαξιά, η, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. φτιάχνω + κατάλ. -ιά], η
σωματική κατασκευή του ανθρώπου, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ανθρώπου:
«είναι ένα παλικάρι με γερή φτιαξιά || είναι ένα παλικάρι με όμορφη φτιαξιά»·
βλ. και λ. φτιάξη·
-
τι φτιαξιά άνθρωπος είναι; α. ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
του (είναι ψηλός, κοντός, γεροδεμένος, μαλθακός, όμορφος, άσχημος;): «επειδή ποτέ
δεν τον έχω δει, πες μου, τι φτιαξιά άνθρωπος είναι;». β. ποια είναι τα
ψυχικά του γνωρίσματα (είναι καλός, κακός, τίμιος, άτιμος, απατεώνας;): «επειδή
θέλω να κάνω μια δουλειά μαζί του, πες μου εσύ που τον ξέρεις, τι φτιαξιά
άνθρωπος είναι;».