φτηνός κ.
φθηνός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [<μτγν. εὐθηνός]. 1. που
έχει χαμηλή τιμή ή που προσφέρει κάτι σε χαμηλή τιμή: «αγόρασα ένα φτηνό ρολόι
για κάθε μέρα || αν θέλετε να πάμε να φάμε, ξέρω ένα φτηνό εστιατόριο || αν
θέλετε να κοιμηθείτε, ξέρω ένα φτηνό ξενοδοχείο». 2. (για πρόσωπα) που
πουλάει ή που προσφέρει τις υπηρεσίες του σε φτηνή τιμή: «μέσα στην αγορά είναι
ο πιο φτηνός έμπορος || είναι ο πιο φτηνός δικηγόρος». 3. (υποτιμητικά
για πρόσωπα) που έχει χάσει το κύρος του, την αξία του, την αξιοπρέπειά του,
που είναι ξεπεσμένος, μικροπρεπής, ασήμαντος: «κάποτε τον συμπαθούσα, αλλά
αποδείχτηκε πολύ φτηνός άνθρωπος και του ’κοψα την καλημέρα». 4.
(υποτιμητικά για πράγματα) που είναι μικρής αξίας ή κακής ποιότητας: «έχει κάτι
φτηνά έπιπλα στο σαλόνι του που τ’ αγόρασε από ένα παλιατζίδικο». 5.
(γενικά) που είναι χαμηλής ποιότητας, χαμηλής αισθητικής, χαμηλού γούστου:
«φτηνά επιχειρήματα || φτηνά καλαμπούρια || φτηνό χιούμορ». (Λαϊκό τραγούδι: κόλακα
και καταφερτζή, τους αρχοντάδες προσκυνάς, δικαιολογία σου φτηνή πεινάς,
ταλαίπωρε, πεινάς).Επίρρ. φτηνά·
-
είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι, βλ. λ. πίτουρο·
-
είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα, βλ. λ. πίτουρο·
-
εχθρός του φτηνότερου είναι το καλύτερο, βλ. λ. εχθρός·
-
την έβγαλα φτηνά ή φτηνά την έβγαλα, πέρασα, διασκέδασα
οικονομικά: «το βράδυ πήγα τους επισκέπτες μου στα μπουζούκια να τους
διασκεδάσω και, όταν ήρθε ο λογαριασμός, είδα πως την έβγαλα φτηνά»·
-
τη γλίτωσα φτηνά ή φτηνά τη γλίτωσα, βλ. φρ. την πήδηξα φτηνά·
- την πήδηξα φτηνά ή φτηνά την πήδηξα, α. η
σωτηρία μου υπήρξε θέμα μεγάλης τύχης: «έπεσα με τ’ αυτοκίνητο μέσα σ’ ένα
χαντάκι και την πήδηξα φτηνά, γιατί βγήκα χωρίς γρατζουνιά». β. (γενικά)
γλίτωσα με μικροζημιές, με μικρές απώλειες: «έπεσα με τ’ αυτοκίνητό μου σ’ ένα
γκρεμό, όμως την πήδηξα φτηνά, γιατί βγήκα μόνο με κάτι γρατζουνιές και κάτι
μώλωπες || φτηνά την πήδηξα μ’ αυτές τις καταλήψεις των δρόμων, γιατί είχα την
αποθήκη μου γεμάτη με στοκ εμπόρευμα, κι έτσι είχα ελάχιστες ελλείψεις»·
-
το ακριβό είναι και φτηνό, βλ. λ. ακριβός·
-
το χρήμα είναι φτηνό, βλ. λ. χρήμα·
-
φτηνό αστείο, βλ. λ. αστείο.