φτερούγα, η, ουσ. [<μσν. πτερούγα, μεγεθ. του ουσ. πτερούγι
<πτερύγι(ο)ν, υποκορ. του αρχ. ουσ. πτέρυξ], η φτερούγα· εξάρτημα σε μορφή
φτερού: «οι φτερούγες του αεροπλάνου»·
-
μη φας, θα ’χουμε φτερούγες απ’ αεροπλάνο, α. (ειρωνικά) μην
υπολογίζεις σε μένα, γιατί δε θα σου κάνω καμιά χάρη, καμιά εκδούλευση, καμιά
εξυπηρέτηση: «θα μπορέσεις να με βοηθήσεις κάποια στιγμή στη μετακόμιση που θα
κάνω; -Μη φας, θα ’χουμε φτερούγες απ’ αεροπλάνο». β. (ειρωνικά) είσαι
γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα είναι ή έγιναν έτσι όπως τα
λες, ή είσαι γελασμένος αν νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα
θέλεις ή όπως σε συμφέρουν: «μόλις έρθει ο καινούριος διευθυντής που
περιμένουμε, θα με προωθήσει για υποδιευθυντή. -Μη φας, θα ’χουμε φτερούγες απ’
αεροπλάνο». Από παρομοίωση του φτερού του αεροπλάνου με τη φτερούγα του πτηνού.
Συνών. μη φας, θα σου ’χω γλάρο / μη φας, θα σου ’χω γλαρόσουπα / μη φας, θα
σφάξουμε πούστη·
-
ούτε φτερούγα, αρνητική έκφραση κυνηγού στην ερώτηση κάποιου αν χτύπησε
κανένα πουλί·
-
τον έχω κάτω απ’ τις φτερούγες μου, βλ. συνηθέστ. τον παίρνω κάτω απ’
τις φτερούγες μου·
- τον παίρνω κάτω απ’ τις φτερούγες μου, αναλαμβάνω την προστασία του,
επειδή είναι αδύναμος, τον παίρνω υπό την προστασία μου: «ήταν χρόνια φίλος μου
κι επειδή έπεσε έξω εμπορικά, τον πήρα κάτω απ’ τις φτερούγες μου». Από την
εικόνα των πουλιών που προστατεύουν τους νεοσσούς κάτω από τα φτερά τους.