φτέρνα, η, ουσ.
[<μσν. φτέρνα <αρχ. πτέρνα], το πίσω μέρος του πέλματος του ανθρώπινου
ποδιού και, κατ’ επέκταση, το πίσω μέρος του παπουτσιού ή της κάλτσας: «φορώ
στενά παπούτσια και με χτυπούν στις φτέρνες || χάλασε η φτέρνα του παπουτσιού
μου || η κάλτσα μου τρύπησε στη φτέρνα»·
-
αχίλλειος φτέρνα (πτέρνα), το αδύνατο σημείο κάποιου, το σημείο στο
οποίο είναι κανείς ευάλωτος: «έχω βρει την αχίλλειο φτέρνα του και τον κάνω
ό,τι θέλω». Αναφορά στο ευαίσθητο σημείο του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα·
-
οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του ή οι φτέρνες του χτυπούν στην
πλάτη του ή οι φτέρνες του χτυπούν στις πλάτες του ή οι φτέρνες
του χτυπούν στο κεφάλι του ή οι φτέρνες του χτυπούν στους ώμους του, τρέχει
ταχύτατα: «δεν μπορεί κανείς να τον παραβγεί στο τρέξιμο, γιατί, σαν αρχίσει να
τρέχει, οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του». Συνήθως όμως η φρ. αναφέρεται σε
κυνηγημένο άνθρωπο που τρέχει ταχύτατα, για να μην τον πιάσουν οι διώκτες του:
«μόλις τον πήραν στο κυνήγι οι αστυνομικοί, πάτησε τέτοιο τρέξιμο, που οι
φτέρνες του χτυπούσαν στους ώμους του».