φτάνω κ.
φθάνω, ρ. [<μσν. φτάνω <αρχ. φθάνω], φτάνω. 1. πετυχαίνω,
πραγματοποιώ το σκοπό μου: «έφτασα εκεί που ήθελα». 2. πλησιάζω να φτάσω
σε οργασμό, να εκσπερματώσω: «οι πιο πολλές γυναίκες φτάνουν αργά». 3. φτάνει,
(απρόσ.) είναι αρκετό, αρκεί: «φτάνει, δε θέλω άλλο || φτάνει, μη μου
βάζεις άλλο || φτάνει να θέλεις, κι όλα θα διορθωθούν». (Λαϊκό τραγούδι: δεν
τα θέλει τα παλάτια, όλα τα περιφρονεί. μια μελαχρινή του φτάνει φίνος
να γενεί κι άλλη μια ξανθούλα θέλει να την παντρευτεί). 4. φτάνει!
δηλώνει πως εξαντλήθηκε η αντοχή μας ή η υπομονή μας, αρκετά: «φτάνει, δεν
αντέχω άλλα βάσανα!». (Λαϊκό τραγούδι: φτάνει φτάνει φτάνει, η
ζωή μου κύκλους κάνει). Συνήθως συνοδεύεται από το πια. 5.
στο α΄ εν. πρόσ. του αορ. ως επιφών. έφτασα! έρχομαι αμέσως, πες ότι
ήρθα: «έλα λίγο που σε θέλω. -Έφτασα!». 6. στο γ΄ εν. πρόσ. αορ. ως
επιφών. έφτασε! δηλώνει μεγάλη προθυμία του ομιλητή να ικανοποιήσει την
επιθυμία ή να εκτελέσει την παραγγελία κάποιου: «δώσε μου, σε παρακαλώ, δέκα
χιλιάρικα. -Έφτασε! || φέρε μου, σε παρακαλώ, ένα ποτήρι νερό. -Έφτασε!». Σε
περίπτωση γκαρσονιού, ακούγεται στον τύπο εφτασέι! με τονισμένο έντονα
το ε και με μακρόσυρτη φωνή: «φέρε μου έναν βαρύ γλυκό. -Εφτασέι!».
Συνών. αμεσώις! (Ακολουθούν 112 φρ.)·
-
αν δεν περισσεύει, δε φτάνει, βλ. λ. περισσεύω·
-
απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, βλ. λ. πόδι·
- απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, βλ. λ. χέρι·
- δε μας εφτάναν τα μουνιά, μας ήρθαν κι απ’ την
Πέργαμο, βλ. λ. μουνί·
-
δε μας φτάναν τα δικά μας, μας ήρθαν κι απ’ την Πέργαμο, βλ. λ. δικός·
-
δε φτάνει μια ζωή, βλ. λ. ζωή·
-
δε φτάνει ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δε φτάνει ούτε για χαρτζιλίκι, βλ. λ. χαρτζιλίκι·
-
δε φτάνει που…, λέγεται στην περίπτωση που σε κάτι κακό ή δυσάρεστο,
προστίθεται και άλλο: «δε φτάνει που είναι μεθύστακας, είναι και χαρτοπαίχτης
από πάνω || δε φτάνει που κάηκε το χωριό μας απ’ τις πυρκαγιές, μας το
κατάστρεψε κι ο σεισμός»·
-
δεν έφτασε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έφτασε κι η συντέλεια του
κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
-
δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου ή δεν έφτασε και το τέλος του
κόσμου, βλ. λ. τέλος·
-
δεν το φτάνει ο νους του ανθρώπου, βλ. λ. άνθρωπος·
-
δεν τον φτάνει κανείς (κανένας σε κάτι), είναι ασυναγώνιστος, αξεπέραστος
σε μια τέχνη ή σε κάτι καλό ή κακό: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που δεν τον
φτάνει κανείς || δεν τον φτάνει κανείς στο τρέξιμο || είναι τόσο απατεώνας, που
δεν τον φτάνει κανένας || δεν τον φτάνει κανείς στα μαθηματικά»·
-
δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νύχι, βλ. λ. νύχι·
-
δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό
του το νυχάκι, βλ. λ. νυχάκι·
-
δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο
μικρό του το δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
-
εδώ που φτάσαμε, εδώ·
-
εδώ φτάσαμε! βλ. λ. εδώ·
-
είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα, βλ. λ. χέρι·
-
εκεί που φτάσαμε, βλ. λ. εκεί·
-
εκεί φτάσαμε! βλ. λ. εκεί·
-
έφτασα στο νυν και αεί, βλ. λ. αεί·
-
έφτασα στο μηδέν, βλ. λ. μηδέν·
-
έφτασα στο μη παρέκει, βλ. λ. παρέκει·
-
έφτασα στο τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
-
έφτασα στο μη χέσω! βλ. λ. χέζω·
-
έφτασαν στο Θεό, βλ. λ. Θεός·
-
έφτασαν τα πόδια στην πλάτη του, βλ. λ. πόδι·
-
έφτασαν τα πόδια στον ώμο του, βλ. λ. ώμος·
-
έφτασε η μεγάλη ώρα, βλ. λ. ώρα·
-
έφτασε η Τετραδίτσα, πέρασε η βδομαδίτσα, βλ. λ. Τετράδη·
-
έφτασε η ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
-
έφτασε η ώρα, βλ. λ. ώρα·
-
έφτασε η ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
-
έφτασε η ώρα σας! βλ. λ. ώρα·
-
έφτασε η ώρα της αλήθειας, βλ. λ. ώρα·
-
έφτασε η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
-
έφτασε να…, κατάντησε να…: «κάποτε είχε πολλά λεφτά, αλλά έμπλεξε με τη
χαρτοπαιξία κι έφτασε να μην έχει να φάει»· βλ. και φρ. φτάνει να(…)·
-
έφτασε ο κόμπος στο χτένι, βλ. λ. κόμπος·
-
έφτασε στ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
-
έφτασε στα πρόθυρα…, βλ. λ. πρόθυρα·
-
έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό, βλ. λ. νερό·
-
έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. λ. νερό·
-
έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο, βλ. λ. μαχαίρι·
-
έφτασε ψηλά, βλ. λ. ψηλός·
-
η μύτη του φτάνει στον ουρανό, βλ. λ. μύτη·
-
θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο
βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
-
καλύτερα να περισσεύει παρά να μη φτάνει, βλ. λ. περισσεύω·
-
κάνω ό,τι φτάσει, βλ. λ. κάνω·
-
κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. λ. κώλος·
-
λέει ό,τι φτάσει, βλ. λ. λέω·
-
μέχρις εκεί έφτασε η χάρη του! βλ. λ. χάρη·
-
μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
-
μέχρις εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
-
μόλις που έφτασε, βλ. λ. μόλις·
-
μονό δε φτάνει, διπλό περισσεύει, βλ. λ. μονός·
-
να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, βλ. λ. άνθρωπος·
-
να μη φτάσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. λ. μέρα·
-
να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
-
να μη φτάσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
-
όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, βλ. λ. αλεπού·
-
όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
-
όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, βλ. λ. σπίτι·
-
πάτησε στ’ αβγό κι έφτασε τον ουρανό, βλ. λ. αβγό·
-
που αγάλια αγάλια περπατεί, μακριά μπορεί να φτάσει, βλ. λ. αγάλια·
-
ρούφα κι έφτασε! βλ. λ. ρουφώ·
-
σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα ή σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, βλ. λ. όλος·
-
το μαχαίρι έφτασε μέχρι (ως) το κόκαλο, βλ. λ. μαχαίρι·
-
τον φτάνω, τον προφταίνω, τον προλαβαίνω: «είχε φύγει λίγο πιο μπροστά
από μένα, αλλά τον έφτασα στην τρίτη στροφή»·
-
τον φτάνω στο αμάν, βλ. λ. αμάν·
-
τον φτάνω στο αμήν, βλ. λ. αμήν·
-
τόσο φτάνει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
-
τρέχει και δε φτάνει, βλ. λ. τρέχω·
-
φτάνει δε φτάνει, α. είναι αμφίβολο αν έχει το κατάλληλο μήκος
για να συνδέσει δυο αντικείμενα: «το καλώδιο φτάνει δε φτάνει μέχρι το άλλο
σπίτι για να πάρουμε ηλεκτρικό ρεύμα». β. είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει
να φτάσει στον προορισμό του: «δεν έχει αρκετή βενζίνα κι επειδή οι
βενζινοπώλες έχουν απεργία, φτάνει δε φτάνει ο τάδε στην πόλη του»·
-
φτάνει και περισσεύει, επαρκεί απόλυτα, είναι υπεραρκετό: «μη μου βάζεις
άλλο φαγητό, γιατί φτάνει και περισσεύει αυτό που μου ’βαλες || δε θέλω άλλο
χαρτζιλίκι, γιατί φτάνει και περισσεύει αυτό που μου ’δωσες»·
-
φτάνει να…, αρκεί να…: «θα κάνω ό,τι θέλεις για σένα, φτάνει να μ’
αγαπάς || θα σου κάνω όλα τα χατίρια, φτάνει να είσαι φρόνιμη». (Λαϊκό
τραγούδι: δε με συγκινούν αγάπες, φτάνει να καλοπερνώ· κάθε βράδυ να
τραβάω το ποτήρι μου και να σφάζονται λεβέντες για χατίρι μου)· βλ. και φρ.
έφτασε να(…)·
-
φτάνει να κουνήσει το δαχτυλάκι του ή φτάνει να κουνήσει το μικρό του
το δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
-
φτάνει που…, αρκεί που…: «φτάνει που ήρθε, γι’ αυτό μην το μαλώνεις το
παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: μεροδούλι μεροφάι φτάνει που θα μ’ αγαπάει)·
-
φτάνω δεύτερος, βλ. λ. δεύτερος·
-
φτάνω δεύτερος και καταϊδρωμένος, βλ. λ. καταϊδρωμένος·
-
φτάνω μέχρι (ως) το τέλος (κάτι), βλ. λ. τέλος·
-
φτάνω μέχρι (ως) το τέρμα (κάτι) ή φτάνω στο τέρμα (κάτι), βλ. λ.τέρμα·
-
φτάνω στα άκρα, βλ. λ. άκρο·
-
φτάνω στα γράδα μου, βλ. λ. γράδα·
-
φτάνω στα δικαστήρια, βλ. λ. δικαστήριο·
-
φτάνω στα καράτια μου, βλ. λ. καράτι·
-
φτάνω στα κέφια ή φτάνω στα κέφια μου ή φτάνω στο κέφι ή φτάνω
στο κέφι μου, βλ. λ. κέφι·
-
φτάνω στα όριά μου, βλ. λ. όριο·
-
φτάνω στα όρια της αντοχής μου (της υπομονής μου), βλ. λ. όριο·
-
φτάνω στα τελικά, βλ. λ. τελικός·
-
φτάνω στα χρόνια (κάποιου), βλ. λ. χρόνος·
-
φτάνω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
-
φτάνω στην κορυφή, βλ. λ. κορυφή·
-
φτάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
-
φτάνω στην ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
-
φτάνω στο αμάν, βλ. λ. αμάν·
-
φτάνω στο αμήν, βλ. λ. αμήν·
-
φτάνω στο απροχώρητο, βλ. λ. απροχώρητο·
-
φτάνω στο ζερό, βλ. λ. ζερό·
-
φτάνω στο νυν και αεί, βλ. λ. νυν και αεί·
-
φτάνω στο σημείο να…, βλ. λ. σημείο·
-
φτάνω στο τσίμα τσίμα, βλ. λ. τσίμα·
-
φτάνω στο χείλος της αβύσσου, βλ. λ. χείλος·
-
φτάνω στο χείλος της καταστροφής, βλ. λ. χείλος·
-
φτάνω στο χείλος του γκρεμού, βλ. λ. χείλος·
-
φτάνω στο χείλος του τάφου, βλ. λ. χείλος·
-
φτάνω στον πάτο, βλ. λ. πάτος·
-
φτάνω στον τελικό, βλ. λ. τελικός·
-
φτάνω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
-
ως εκεί έφτασε η χάρη του! βλ. λ. χάρη·
-
ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
-
ως εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- ωσότου το νερό φτάσει στη δεξαμενή, ο βάτραχος
ψοφάει, βλ. λ. βάτραχος.