φρου φρου, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. frou-frou, ηχομιμητική λ.], ανεπαίσθητος
ήχος που παράγεται από το μακρύ φόρεμα των γυναικών όταν αυτές βρίσκονται σε
κίνηση·
-
είναι όλο(ς) φρου φρου κι αρώματα ή είναι μόνο φρου φρου κι αρώματα, α.
ενδιαφέρεται μόνο για την καλή εξωτερική του εμφάνιση, μόνο για το
εντυπωσιακό του ντύσιμο: «έτσι είναι αυτός από μικρός, όλο φρου φρου κι αρώματα».
β. λέει ή ενεργεί μόνο χάριν εντυπωσιασμού, χωρίς να έχει ουσιαστικό
περιεχόμενο: «μην του έχεις διόλου εμπιστοσύνη, γιατί είναι μόνο φρου φρου κι
αρώματα».