φρουρά, η, ουσ.
[<αρχ. φρουρά], η φρουρά. 1. η υπηρεσία, η βάρδια του φρουρού και ο
χώρος όπου στέκεται κατά τη διάρκεια της βάρδιας του: «το βράδυ έχω φρουρά 12
με 2 || ο φρουρός έμπαινε κάθε τόσο μέσα στη φρουρά του για να προφυλαχτεί απ’
τον αέρα». 2. οργανωμένη ομάδα για τη φύλαξη σημαντικού ή ισχυρού
προσώπου: «βγήκε ο τάδε εφοπλιστής να διασκεδάσει, κι είχε μαζί του και όλη τη
φρουρά του». (Λαϊκό τραγούδι: διατάζει τη φρουρά του να τη φέρουνε
κοντά του).3. (ειρωνικά) οι συγγενείς που συνοδεύουν κατά
την έξοδό του ένα κορίτσι: «δεν μπόρεσα να της μιλήσω, γιατί ήταν περικυκλωμένη
απ’ τη φρουρά της»·
-
αλλαγή φρουράς, α. η αντικατάσταση φρουρού στην υπηρεσία του: «τι
ώρα θα γίνει η αλλαγή φρουράς;». β. η αντικατάσταση των ηγετικών
στελεχών σε έναν οργανισμό, σε μια επιχείρηση, ιδίως σε ένα πολιτικό κόμμα με
άλλα νεότερα σε ηλικία: «μετά από τις εκλογές θα γίνει η αλλαγή φρουράς στο
κόμμα, για να χρησιμοποιηθούν και τα νεότερα στελέχη»·
-
η παλιά φρουρά, το άτομο ή τα άτομα που αποχώρησαν από την ενεργό δράση,
ιδίως λόγω ηλικίας: «ένας ένας η παλιά φρουρά παραιτείται και δίνει τη θέση της
στους νεότερους». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι η παλιά φρουρά, όλοι
μας ενωμένοι, εν σώματι εβρέθηκε στο πάλκο καθισμένη).