φρόνιμος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. φρόνιμος], φρόνιμος. 1. (ειδικά
για παιδιά) που είναι υπάκουος, που δεν κάνει αταξίες: «όση ώρα έλειπες απ’ το
σπίτι, ήταν φρόνιμα τα παιδιά». 2. ως επιφών. φρόνιμα! λέγεται
συμβουλευτικά ή προτρεπτικά σε άτομο που ατακτεί με την έννοια πως αν εξακολουθήσει
να ατακτεί, θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του, θα το δείρουμε. Συνών. ήσυχος
(2) / όμορφος(1β).Επίρρ. φρόνιμα·
-αγάλια
αγάλια φύτευε ο φρόνιμος αμπέλι, βλ. λ. αμπέλι·
-
κάθισε φρόνιμα, βλ. φρ. κάτσε φρόνιμα·
- καμιά φορά κι ο άγνωστος φρόνιμη γνώμη δίνει, βλ. λ. γνώμη·
- κάτσε φρόνιμα, μην κάνεις αταξίες, μην ατακτείς, μην ενοχλείς,
λογικέψου: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα τις φας || κάτσε φρόνιμα, γιατί έχω δουλειά
|| κάτσε φρόνιμα και δες τη δουλειά σου». (Δημοτικό τραγούδι: Βασίλη, κάτσε
φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης)·
- λέει φρόνιμες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- μιλάει φρόνιμα, μιλάει με σύνεση, με περίσκεψη: «ν’ ακούς τι σου
λέει, γιατί μιλάει φρόνιμα αυτός ο άνθρωπος»·
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’
τα χρόνια, η
εξυπνάδα και η λογική δεν εξαρτώνται πάντοτε από την ηλικία: «αν και νέος
παίρνει πάντα σωστές αποφάσεις, γιατί ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι
όχι απ’ τα χρόνια»·
- σκέψου φρόνιμα, σκέψου λογικά, με σύνεση: «σκέψου φρόνιμα, πριν
αποφασίσεις ν’ ασχοληθείς μ’ αυτή τη δουλειά»·
-
των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν, βλ. λ. παιδί.