φρένο, το, ουσ.
[<γαλλ. frein (= τροχοπέδη)], το φρένο·
-
βάζω φρένο, επιβραδύνω, σταματώ την εξέλιξη μιας διαδικασίας ή τη
διάδοση ενός φαινομένου: «η αδιαλλαξία της άλλης πλευράς έβαλε φρένο στις
ειρηνευτικές συνομιλίες || η κυβέρνηση με τις απεργοσπαστικές της ενέργειες
προσπαθεί να βάλει φρένο στις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων»· βλ.
και φρ. πατώ φρένο·
- μπαίνει φρένο, επιβραδύνεται, σταματάει η εξέλιξη μιας διαδικασίας
ή η διάδοση ενός φαινομένου: «με την αδιάλλακτη στάση που κρατάει η άλλη
πλευρά, μπαίνει ουσιαστικά φρένο στις ειρηνευτικές συνομιλίες || αν δεν μπει
φρένο στις κρατικές σπατάλες, κινδυνεύει να καταρρεύσει η οικονομία μας»·
- πατώ το φρένο, φρενάρω: «έξω απ’ το σπίτι μου πάτησα το φρένο, για
να κατεβεί η γυναίκα μου απ’ τ’ αυτοκίνητο || επειδή είχε πολλή κίνηση στο
δρόμο, κάθε τόσο πατούσα το φρένο»· βλ. και φρ. πατώ φρένο·
-
πατώ φρένο, σταματώ κάποια ενέργεια ή κάποια συνήθεια: «παιδιά, εγώ πατώ
φρένο στα ξενύχτια, γιατί με κούρασαν ψυχικά και σωματικά». (Λαϊκό τραγούδι: και
πάτα φρένο,βάσανο, στις φόρες σου, γιατί στο λέω, λόγω τιμής,
τρεις θα ’ ν’ οι ώρες σου)· βλ. και φρ. πατώ το φρένο·
-
πέφτω πάνω στα φρένα, φρενάρω με όλη τη δύναμη των ποδιών μου: «μόλις
πετάχτηκε το παιδάκι μέσα στο δρόμο, έπεσα πάνω στα φρένα και μόλις που πρόλαβα
να το γλιτώσω»·
-
του βάζω φρένο, τον υποχρεώνω βίαια να σταματήσει κάποια ενέργεια ή
κάποια συνήθειά του: «αν δεν του ’βαζα φρένο, να μην πάρει μέρος σ’ εκείνη τη
δουλειά, θα ’χε καταστραφεί τώρα ο άνθρωπος! || αν δεν του ’βαζε φρένο η
γυναίκα να κόψει το πιοτό, σήμερα θα ’ταν ο τύπος στα θυμαράκια!».
- του πατώ φρένο, βλ. φρ. του βάζω φρένο.