φρένες, οι, ουσ. [πλ. του αρχ. ουσ. φρήν], ο νους, το μυαλό, το
λογικό: «έχει σύγχυση φρενών και κάνει τον κόσμο άνω κάτω»·
-
γίνομαι έξω φρενών, γίνομαι εκτός εαυτού, φτάνω σε έξαλλη κατάσταση,
εξοργίζομαι σε μεγάλο βαθμό: «όταν βλέπω δυο άτομα να μαλώνουν και ν’ αλληλοβρίζουν
τις μάνες τους, γίνομαι έξω φρενών»·
-
(δεν) έχει σώας τας φρένας του, (δεν) είναι διανοητικά και ψυχικά υγιής:
«αποδείχτηκε πως έχει σώας τα φρένας του, γι’ αυτό θα δικαστεί χωρίς να του
καταλογίσουν κανένα ελαφρυντικό || μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δεν
έχει σώας τας φρένας του και θα μπλέξεις χωρίς να το καταλάβεις»·
-
είμαι έξω φρενών, είμαι εκτός εαυτού, είμαι σε έξαλλη κατάσταση,
εξοργισμένος σε μεγάλο βαθμό: «δε θέλω να μ’ ενοχλείς, όταν με βλέπεις να είμαι
έξω φρενών, γιατί μπορεί να ξεσπάσω απάνω σου»·
-
τον κάνω έξω φρενών, τον φέρνω σε έξαλλη κατάσταση, τον εξοργίζω σε
μεγάλο βαθμό: «τον ειρωνευόμουν που έχασε πάλι η ομάδα του και, τον έκανα έξω
φρενών».