φραμπαλάς κ.
φαρμπαλάς, ο, ουσ. [<γαλλ. falbala].
1. φαρδιά πτύχωση από ύφασμα που στολίζει τις άκρες μαξιλαριών,
σεντονιών, ιδίως γυναικείων ρούχων στον ποδόγυρο και, κατ’ επέκταση, η γυναίκα,
ο γυναικόκοσμος: «έχει μεγάλη αδυναμία στο φραμπαλά και κινδυνεύει να διαλύσει
το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τι τραβάμε εμείς οι παντρεμένοι, έχουμε
βάσανα πολλά, είμαστε όλοι οι άντρες διψασμένοι για τον ξένο φραμπαλά).
2. εκδήλωση που επιτρέπει την αυτοπροβολή, την επίδειξη και τη φιγούρα: «όταν
δει καμιά καινούρια γυναίκα στην παρέα μας, αρχίζει αμέσως το φραμπαλά για να
την εντυπωσιάσει». 3. πολλά λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «βρε,
άσ’ το φραμπαλά και πες μου με λίγα λόγια πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα».
Συνών. νταβανάς / σασιρμάς / τζερτζελές / χαβαλές (3) / χουλιαμάς. 4.
ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία και το έντονο ενδιαφέρον που
παρουσιάζει στους άλλους από άποψη κουτσομπολιού, το χάζι: «πέτυχα σ’ ένα
φραμπαλά, που δε μου ’κανε όρεξη να φύγω». Υποκορ. φραμπαλαδάκι, το·
- γουστάρω φραμπαλά, α. μου αρέσει, επιδιώκω να βρίσκομαι
σε χώρους όπου επικρατεί ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία: «κάθε
τόσο παίρνω σβάρνα τα ελληνάδικα, γιατί γουστάρω φραμπαλά || όπου δω φασαρία,
χώνουμε κι εγώ ανάμεσα, γιατί γουστάρω φραμπαλά». β. μου αρέσει, επιδιώκω
να βρίσκομαι σε χώρους όπου συχνάζουν πολλές γυναίκες: «ξέρω όλα τα μπαράκια
όπου μαζεύονται πιπίνια, γιατί γουστάρω φραμπαλά». Συνών. γουστάρω νταβανά /
γουστάρω σασιρμά / γουστάρω τζερτζελέ / γουστάρω χαβαλέ / γουστάρω χουλιαμά·
-
έγινε φραμπαλάς, δημιουργήθηκε ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση
ή φασαρία: «στο γάμο του τάδε έγινε μεγάλος φραμπαλάς και περάσαμε πάρα πολύ
ωραία || πιάστηκαν στα καλά καθούμενα δυο τύποι στα χέρια κι έγινε φραμπαλάς».
Συνών. έγινε νταβανάς / έγινε σασιρμάς / έγινε τζερτζελές / έγινε χαβαλές / έγινε
χουλιαμάς·
-
έχει φραμπαλά, διαδραματίζεται ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση
ή φασαρία: «πάμε γρήγορα στο καφενείο, γιατί πιάστηκαν οι τάδε στα χέρια κι
έχει φραμπαλά». Συνών. έχει νταβανά / έχει σασιρμά / έχει τζερτζελέ / έχει
χαβαλέ / έχει χουλιαμά·
-
κάνω φραμπαλά, προκαλώ ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή
φασαρία: «σ’ όλα τα πάρτι του κάνει ωραία φραμπαλά και περνάμε ευχάριστα || δεν
τον θέλει κανένας στην παρέα μας, γιατί κάνει συνέχεια φραμπαλά και μας
δημιουργεί προβλήματα». Συνών. κάνω νταβανά / κάνω σασιρμά / κάνω τζερτζελέ
/ κάνω χαβαλέ (α) / κάνω χουλιαμά·
- φραμπαλάς να γίνεται, λέγεται για κατάσταση, ευχάριστη
ή δυσάρεστη, που δημιουργείται από κάποιον μέσα στην παρέα απλώς για να περάσει
η ώρα: «πάλι εκδρομή τους ετοιμάζεις; -Φραμπαλάς να γίνεται || γιατί τους
βάζεις λόγια, αφού ξέρεις πως θα μαλώσουν. -Φραμπαλάς να γίνεται». Συνών. νταβανάς
να γίνεται / σασιρμάς να γίνεται / τζερτζελές να γίνεται / χαβαλές να γίνεται /
χουλιαμάς να γίνεται.