φούστα, η, ουσ.
[<ιταλ. fusta]. 1. εξωτερικό γυναικείο
ένδυμα που ξεκινάει από τη μέση και φτάνει ως ένα σημείο των ποδιών: «κοντή
φούστα || μίνι φούστα || μάξι φούστα». (Λαϊκό τραγούδι: φούστα κλαρωτή
και γαρίφαλο στ’ αφτί). 2. (γενικά) το γυναικείο φύλο: «αυτόν τον
άνθρωπο θα τον φάει η φούστα». (Λαϊκό τραγούδι: κι ο Βάγγος που τρελαίνεται
για φούστα και που δεν της χαλάει ποτέ τα γούστα, τα λεφτά στα όργανα
σκορπάει, να χορέψει μάμπο η μις Μπέττυ, με το Βάγγο!).Υποκορ. φουστίτσα,
η·
-
κρεμιέται απ’ τη φούστα της, βλ. συνηθέστ. κρεμιέται απ’ το φουστάνι
της, λ. φουστάνι·
-
κρεμιέται απ’ τη φούστα της μάνας του, βλ. συνηθέστ. κρεμιέται απ’
το φουστάνι της μάνας του, λ. φουστάνι·
-
σιγά, θα πατήσεις τη φούστα σου! ειρωνική έκφραση σε νεαρή γυναίκα που
φοράει πολύ μίνι φούστα·
-
φούστα μπλούζα, δηλώνει το βιαστικό, το ατημέλητο γυναικείο ντύσιμο:
«μόλις έμαθε πως η φιλενάδα της μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, έριξε φούστα
μπλούζα απάνω της κι έτρεξε να πάει να τη δει».