φούσκος, ο, ουσ. [<λατιν. fuscus (= μαύρος)], δυνατό χτύπημα στο
πρόσωπο με την παλάμη, το χαστούκι, η μπάτσα, ο μπάτσος, η σφαλιάρα.
(Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
είναι για φούσκους, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με
τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού δε βάζει μυαλό, είναι για
φούσκους». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
-
τον πέθανα στους φούσκος, βλ. φρ. τον τρέλανα στους φούσκους·
-
τον πλάκωσα στους φούσκους, τον χτύπησα αλλεπάλληλες φορές στο πρόσωπο:
«επειδή έλεγε βλακείες στον πλάκωσα στους φούσκους». Για συνών. βλ. φρ. τον
πλάκωσα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
-
τον τάραξα στους φούσκους, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα: «τον είχα
από καιρό άχτι και μόλις τον συνάντησα τον τάραξα στους φούσκους». Για συνών.
βλ. φρ. τον τάραξα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
-
τον τρέλανα στους φούσκους, τον ξυλοκόπησα άγρια: «ήμουν τόσο
εξοργισμένος μαζί του, που μόλις τον έπιασα στα χέρια μου, τον τρέλανα στους
φούσκους». Για συνών. βλ. φρ. τον τρέλανα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
-
του άστραψα ένα φούσκο, τον χαστούκισα δυνατά στο πρόσωπο: «μόλις μου
έβρισε τη μάνα, του άστραψα ένα φούσκο, που είδε τον ουρανό με τ’ άστρα!». Για
συνών. του άστραψα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
-
του ’δωσα ένα φούσκο, βλ. φρ. του ’ριξα ένα φούσκο·
-
του ’δωσα φούσκους ή του ’δωσα τους φούσκους του, βλ. φρ. του
’ριξα φούσκους ή του ’ριξα τους φούσκους του·
-
του κάθισα ένα φούσκο, βλ. φρ. του άστραψα ένα φούσκο·
-
του ’κοψα ένα φούσκο, βλ. φρ. του ’ριξα ένα φούσκο·
-
του ’ριξα ένα φούσκο, τον χαστούκισα: «μόλις τον είδα, του ’ριξα ένα
φούσκο για να μάθει να μην με κατηγορεί». Για συνών. βλ. φρ. του ’ριξα ένα
χαστούκι, λ. χαστούκι·
-
του ’ριξα φούσκους ή του ’ριξα τους φούσκους του, τον χαστούκισε
πολλές φορές και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «να δεις τι καλά που κάθισε στ’
αβγά του μόλις του ’ριξα τους φούσκους του!». Για συνών. βλ. φρ. του ’ριξα χαστούκια
ή του ’ριξα τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
-
του ’σκασα ένα φούσκο, τον χαστούκισα: «όπως περνούσε από δίπλα μου,
μπόρεσα και του ’σκασα ένα φούσκο». Για συνών. βλ. φρ. του ’σκασα ένα
χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του τράβηξα ένα φούσκο, βλ. φρ. του ’ριξα ένα φούσκο·
- τρώω φούσκους ή τρώω τους φούσκους μου, με δέρνει κάποιος
άγρια, τρώω ξύλο και, κατ’ επέκταση, με νικά: «κάθε φορά που μαλώνω με τον
τάδε, τρώω τους φούσκους μου». Για συνών. βλ. φρ. τρώω χαστούκια ή τρώω
τα χαστούκια μου (α), λ. χαστούκι.