άτσαλος,
-η, -ο, επίθ.
[<μσν. ἄτσαλος, πιθ. από το αρχ. ἀτάσθαλος], που δεν έχει χάρη: «άτσαλο
περπάτημα». 2α. που είναι απεριποίητος, ατημέλητος: «άτσαλο ντύσιμο». β.
που είναι ακατάστατος, τσαπατσούλικος: «όλα τα πράγματα ήταν πεταμένα άτσαλα
κάτω στο υπόγειο». γ. που είναι άπρεπος, σκληρός στη συμπεριφορά του:
«ένας τέτοιος αγριάνθρωπος μόνο άτσαλες χειρονομίες ξέρει να κάνει». Επίρρ. άτσαλα·
- μου
βγήκε άτσαλα ή μου τη βγήκε άτσαλα ή μου τη βγήκε στο άτσαλο,
ενήργησε, μου συμπεριφέρθηκε με προκλητικό τρόπο: «επειδή μου τη βγήκε άτσαλα
τον πλάκωσα στο ξύλο». Για συνών. βλ.. φρ. μου βγήκε ανάποδα ή μου τη
βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε στο ανάποδο, λ. ανάποδος·
-
ξηγιέμαι άτσαλα, συμπεριφέρομαι με ανάρμοστο, ιδίως με σκληρό τρόπο: «όχι
πολλά αστεία μαζί μου, γιατί, όταν θυμώσω, ξηγιέμαι άτσαλα»·
- του
βγαίνω άτσαλα ή του τη βγαίνω άτσαλα ή του τη βγαίνω στο άτσαλο, ενεργώ,
συμπεριφέρομαι εναντίον του με προκλητικό τρόπο: «εγώ του τη βγαίνω άτσαλα κι
αυτός, επειδή με φοβάται, κάνει το κορόιδο». Για συνών. βλ. φρ. του βγαίνω
ανάποδα ή του τη βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω στο ανάποδο, λ.
ανάποδος.