φούσκα, η, ουσ.
[<μτγν. φούσκα <αρχ. φύσκη], η φούσκα. 1. το μπαλόνι: «ο παππούς
μ’ αγόρασε μια κόκκινη φούσκα». 2. πυώδης φυσαλίδα του δέρματος, η
φουσκάλα: «όλο το πρωί έσκαβα στον κήπο κι οι παλάμες μου έβγαλαν φούσκες ||
απ’ το πολύωρο περπάτημα, τα πόδια μου έβγαλαν φούσκες». 3. μεγάλη
φυσαλίδα, η μπουρμπουλήθρα: «έριξα μια μεγάλη πέτρα στη θάλασσα και μέχρι να
πάει στον πάτο έβγαζε φούσκες». 4. λέγεται για κάτι που προβάλλεται ως
σημαντικό και τελικά αποδεικνύεται ασήμαντο: «η κυβέρνηση διαφήμισε έντονα το
πολιτιστικό της πρόγραμμα, αλλά όλη η υπόθεση αποδείχτηκε φούσκα». 5.
λέγεται για κάτι που είναι ανύπαρκτο: «έκαναν μια εταιρεία φούσκα κι έφαγαν τα
λεφτά του κοσμάκη». 6. (για χρηματιστήριο) εταιρεία ή μετοχή της οποίας
η αξία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική της τιμή σύμφωνα με τα
χρηματοοικονομικά μεγέθη της εταιρίας της: «έδωσε ένα σωρό λεφτά, χωρίς να
ρωτήσει έναν ειδικό κι αγόρασε μετοχές φούσκες». Η λ. σε ευρεία χρήση από το
1999-2000, περίοδο της μεγάλης κομπίνας του χρηματιστηρίου στην Ελλάδα. Συνών. φάντασμα
(3). 7. η ουροδόχος κύστη. 8α. στον πλ. οι φούσκες, λόγια
κενά περιεχομένου, οι αερολογίες, οι καυχησιές: «όταν μιλάει για το γαμπρό του,
είναι όλο φούσκες!». β. τα ψέματα: «άσε τις φούσκες και πες μας ακριβώς
πώς έγιναν τα πράγματα». Υποκορ. φουσκίτσα, η·
-
αδειάζω τη φούσκα μου, κατουρώ: «αν δεν άδειαζα τη φούσκα μου, θα
κατουριόμουν απάνω μου»·
-
έσκασε σαν φούσκα, βλ. συνηθέστ. ξεφούσκωσε σαν σαμπρέλα, λ.
σαμπρέλα·
-
θα σκάσει η φούσκα μου, βλ. συνηθέστ. θα σπάσει η φούσκα μου·
- θα σπάσει η φούσκα μου, έχω έντονη ανάγκη να κατουρήσω,
δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο: «πρέπει να κατουρήσω, γιατί θα σπάσει η φούσκα μου»·
- λέει φούσκες, λέει ανοησίες, ψέματα: «μην τον πιστεύεις, γιατί
κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, λέει φούσκες».