φουρφούρι, το, ουσ. [ηχομιμητική λ. από τον ήχο που αφήνει το
φουρφούρι καθώς γυρίζει με την πνοή του αέρα]. 1. παιδικό παιχνίδι που έχει
στην άκρη ενός ξύλου καρφωμένο ένα χάρτινο μύλο, που κινείται με την πνοή του
αέρα: «πήγα με τον παππού στο πανηγύρι και μ’ αγόρασε κι ένα φουρφούρι». 2.
(στη γλώσσα της αργκό) το μέρος από όπου ανάβουν το τσιγαρλίκι, ιδίως το
τρίφυλλο ή το πεντάφυλλο: «έφερε το σπίρτο στο φουρφούρι του τρίφυλλου και πήρε
απανωτές ρουφηξιές»·
-
τα ’κανε φουρφούρι (ενν. τα λεφτά του), τα κατασπατάλησε: «κάποτε είχε
ένα σωρό λεφτά, αλλά τα ’κανε φουρφούρι με τις πιτσιρίκες»·
-
τον κάνω φουρφούρι, α. τον εκνευρίζω, τον συγχύζω, τον εξαγριώνω:
«τον πήρα στο ψιλό που έχασε η ομάδα του και τον έκανα φουρφούρι». β.
τον νικώ, τον κατανικώ: «την προηγούμενη φορά που μαλώσαμε τον έκανα φουρφούρι»·
-
τους κάναμε φουρφούρι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) τους παίξαμε όπως
θέλαμε, τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας,
που τους κάναμε φουρφούρι».