φουρτούνα, η, ουσ. [<μσν. φορτούνα <ιταλ. fortuna], η φουρτούνα· μεγάλη δυσκολία,
ταλαιπωρία ή συμφορά στη ζωή κάποιου: «έχω περάσει πολλά, γι’ αυτό δεν αντέχω
άλλες φουρτούνες στη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: πανάθεμά τα τα λεφτά, αυτά
είν’ η αιτία, που ’χει φουρτούνες και καημούς, φαρμάκια κι αναστεναγμούς
η παλιοκοινωνία)·
-
βάζω σε φουρτούνες (κάποιον), βάζω κάποιον σε μεγάλες δυσκολίες,
ταλαιπωρίες, σε μεγάλες συμφορές: «απαιτεί πιεστικά τα λεφτά που μου δάνεισε
και μ’ έβαλε σε φουρτούνες, γιατί δεν τα ’χω». (Λαϊκό τραγούδι: ήτανε ανάγκη
να με βγάλεις, σε φουρτούνες τόσες να με βάλεις)·
-
έχω φουρτούνα στο κεφάλι μου ή έχω φουρτούνες στο κεφάλι, βλ. φρ.
περνώ φουρτούνα·
- μεγάλο καράβι, μεγάλες φουρτούνες, βλ. λ. καράβι·
-
ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, βλ. λ. καπετάνιος·
-
περνώ φουρτούνα ή περνώ φουρτούνες, περνώ μεγάλες δυσκολίες,
ταλαιπωρίες, αντιμετωπίζω δυσεπίλυτα προβλήματα: «έχει ξεκόψει απ’ την παρέα,
γιατί περνάει φουρτούνες και τρέχει να βρει άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: ρίξτε
στο γυαλί φαρμάκι μονορούφι, να το πιω, είν’ ο πόνος μου μεγάλος στη φουρτούνα
που περνώ)·
-
φουρτούνα στα μπατζάκια σου! βλ. συνηθέστ. φωτιά στα μπατζάκια σου! λ.
φωτιά.