φουρνίζω, ρ.
[<φούρνος + κατάλ. -ίζω], φουρνίζω·
- εδώ μένω κι αλλού φουρνίζω, ενώ βρίσκομαι σε ένα τόπο φροντίζω
για τη δουλειά μου που είναι αλλού ή ενεργώ για το καλό, για το συμφέρον άλλου:
«τους αφήνω να λένε και να κάνουν ό,τι θέλουν γιατί δεν ξέρουν πως, εδώ μένω κι
αλλού φουρνίζω».