φουρνέλο, το, ουσ. [<ιταλ. fornello], άνοιγμα τρύπας σε βράχο που τη
γεμίζουν με εκρηκτική ύλη για ανατίναξη και αυτή η ίδια η εκρηκτική ύλη: «γέμισαν
όλη την πλαγιά του λόφου με φουρνέλα, γιατί ήθελαν να την ανατινάξουν, για να
περάσει ο νέος δρόμος || έβαλες μπόλικο φουρνέλο;»·
-
βάζω φουρνέλο, υπονομεύω, υποσκάπτω μια υπόθεση, μια εργασία ή μια
σχέση: «από μπροστά έκανε τον καλό μαζί μου κι από πίσω έβαζε φουρνέλο, να μην
πάρω τη δουλειά»·
-
βάρδα φουρνέλο! βλ. λ. βάρδα·
-
έσκασε σαν φουρνέλο, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει άλλο το θυμό του, τα
νεύρα του και ξέσπασε βίαια: «κάποια στιγμή δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο με τις
ανοησίες που άκουγε κι έσκασε σαν φουρνέλο». Από το θόρυβο της έκρηξης του
φουρνέλου·
-
τον έκανα φουρνέλο, τον εκνεύρισα πάρα πολύ και τον έκανα να ξεσπάσει
βίαια: «τον ειρωνευόμουν συνέχεια που έχασε η ομάδα του, ώσπου τον έκανα
φουρνέλο και με πήρε στο κυνήγι».