φούρναρης κ.
φουρνάρης, ο, πλ. φουρνάρηδες κ. φουρναραίοι, θηλ. φουρνάρισσα,
η, ουσ. [<μσν. φουρνάρης <λατιν. furnarius], ο φούρναρης·
-
παίζει το ρόλο του φούρναρη, υποδεικνύει χωρίς περιστροφές σε κάποιον
τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει, να δράσει: «σύμφωνα με την κυρία
Παπαρήγα, ο κύριος Μητσοτάκης παίζει το ρόλο του φούρναρη στην ηγεσία της Νέας
Δημοκρατίας. Αυτός λέει κι αυτοί κάνουν». Από το ότι ο φούρναρης, επαγγελματίας
με μεγάλη πείρα, κινείται ποικιλοτρόπως μέχρι να βγάλει το ψωμί έτοιμο από το
φούρνο·
-
σαράντα χρόνια φούρναρης, α. είναι πολύ ικανός στην τέχνη του,
στη δουλειά του: «σαράντα χρόνια φούρναρης και θα μου υποδείξεις πώς θα
επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου;». β. έχει πολύ μεγάλη πείρα στη ζωή του:
«εμένα μη μου λες πώς θα ξεπεράσω αυτή τη δυσκολία, γιατί σαράντα χρόνια
φούρναρης κι αν δεν ξεπέρασα δυσκολίες στη ζωή μου». Από διαφημιστικό σλόγκαν
των ζυμαρικών Stella.