φούρκα, η, ουσ.
[<μσν. φοῦρκα <λατιν. furca]. 1α. κοντάρι, πάσσαλος
που καταλήγει σε V, η διχάλα, το δικράνι που
συνήθως χρησιμοποιείται σε γεωργικές εργασίες: «με τη φούρκα στο χέρι, κρεμούσε
αρμαθιές από σύκα ψηλά στον τοίχο || καμάκωνε με τη φούρκα τα δεμάτια από άχυρο
και τα πετούσε πάνω στην καρότσα του φορτηγού». β. δοκός σε σχήμα Τ ή σταυρού:
«οι Ρωμαίοι σταύρωναν τους ληστές πάνω σε φούρκες». γ. η αγχόνη, η
κρεμάλα καθώς και η θηλιά της κρεμάλας: «πέρασαν τη φούρκα γύρω απ’ το λαιμό
του και τον άφησαν στο κενό». 2. ο εκνευρισμός, ο θυμός, η οργή, ιδίως
όταν δεν έχει εκδηλωθεί: «μόλις τον είδε, άναψε απ’ τη φούρκα του, αλλά δεν
έκανε τίποτα, γιατί ήταν μαζί του κι ο πατέρας του»·
-
είμαι φούρκα (με κάποιον), βλ. φρ. τον έχω φούρκα·
- έχω φούρκα (με κάποιον), βλ. φρ. τον έχω φούρκα·
- με πιάνει φούρκα, θυμώνω, εκνευρίζομαι,
εξοργίζομαι: «και βέβαια με πιάνει φούρκα, όταν με κοροϊδεύουν!»·
- τον έχω φούρκα ή τον έχω μια φούρκα! είμαι θυμωμένος,
εκνευρισμένος, εξοργισμένος μαζί του: «μ’ έστησε στο ραντεβού που είχαμε και
τον έχω μια φούρκα!». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ την Εύα έχεις γελάσει και σ’
έχω φούρκα,όφις, γι’ αυτό, γιατί δε θα ’μουνα σ’ αυτή την πλάση να
βασανίζομαι, να κλαίω, να πονώ).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα
τι φούρκα!